Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

O Γ. Βαρουφάκης, o Tαραντίνo, η κρίση του Νότου και η ιστορική μυθοπλασία.



Δεν έχω τίποτε με τον άνθρωπο. Προσπάθησε όμως να στήσει έναν μύθο μπλέκοντας το παρόν με το παρελθόν και την ιστορία με τους αστικούς μύθους. Το αποτέλεσμα κερδίζει κάποια χαμόγελα συγκατάβασης αλλά και προκαλεί ανησυχίες. Τις ανησυχίες που προκαλεί ένας ευφυής άνθρωπος όταν  χάνει την επαφή με την πραγματικότητα.

Το κείμενο του οικονομολόγου
Όταν δείτε το Django Unchained, τη νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο (την οποία, παρεμπιπτόντως, συνιστώ ανεπιφύλακτα), ίσως να μη διακρίνετε τη σχέση της με την κρίση μας. Τι σχέση, θα αναρωτηθείτε, έχει η δραματική ιστορία ενός σκλάβου στον αμερικανικό Νότο με την τραγωδία του δικού μας ευρωπαϊκού Νότου; Κι όμως, έχει. 

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Νότος ήταν πιο πλούσιος από τον Βορρά, που δεν είχε ακόμη εκβιομηχανιστεί. Ο λόγος συνοψίζεται σε δύο λέξεις: βαμβάκι και σκλάβοι. Στη βάση του πλούτου των Νοτίων, επιχειρηματίες από τη Βόρεια Αγγλία, η οποία τότε ήταν πολύ πλουσιότερη από τον αγγλικό Νότο (καθώς η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα στα Midlands και βορειότερα), αποφάσισαν να επενδύσουν τα συσσωρευόμενα κέρδη τους δανείζοντας τις τράπεζες του αμερικανικού Νότου. Ως εχέγγυα γι” αυτά τα δάνεια έπαιρναν τα λεγόμενα cotton-credits, βαμβακο-ομόλογα επί το ελληνικότερον. Για να το πω απλά, οι τράπεζες των νότιων πολιτειών της Αμερικής δάνειζαν τους βαμβακοπαραγωγούς, κρατώντας ως εχέγγυο ομόλογα που τους έδιναν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη μελλοντική παραγωγή βαμβακιού, και τα οποία προωθούσαν στους Άγγλους επενδυτές ως εχέγγυα για τα χρήματα που δανείζονταν, σε αγγλικές λίρες, που κατόπιν δάνειζαν στους ντόπιους βαμβακοπαραγωγούς, σε δολάρια. Εκείνοι χρησιμοποίησαν αυτά τα δανεικά για να αγοράζουν εισαγόμενα από την Ευρώπη, και ιδίως από τη Βρετανία, καταναλωτικά αγαθά. Λέγεται ότι τα μαγαζιά του αμερικανικού Νότου ήταν γεμάτα με πορσελάνες και υφάσματα από την Αγγλία, ακριβά γαλλικά κρασιά, δερμάτινα από τη Βόρεια Ιταλία κ.ο.κ. 

Το επιτόκιο με το οποίο δανείζονταν οι νότιοι Αμερικανοί από τους βόρειους Άγγλους, ώστε να επιδοθούν στον πρωτόγνωρο καταναλωτισμό τους, προσδιοριζόταν από τις βρετανικές τράπεζες (το λεγόμενο Libor, που μόλις τώρα, εν έτει 2013, καταργείται λόγω πρόσφατου σκανδάλου) και για χρόνια ήταν σταθερό, γύρω στο 4%. Με άλλα λόγια έφτανε να πιάσει βήχας το τραπεζικό σύστημα της Βρετανίας για να αρπάξει πνευμονία ο Νότος της Αμερικής. 

Το 1837 ήταν για τη γενιά εκείνη ό,τι το 2008 για τη δική μας: η χρονιά ενός μεγάλου Κραχ. Όπως συμβαίνει σε κάθε παγκόσμιο Κραχ, η ρευστότητα εξαφανίστηκε και οι τράπεζες άρχισαν να ζητούν όλο και υψηλότερο επιτόκιο για να συνεχίσουν να δανείζουν τους πελάτες τους. Αργά, αλλά σταθερά, το Libοr αυξήθηκε από 4% σε 5%, κατόπιν σε 6%, έως ότου, κάποια στιγμή, έφτασε το 9%. Παράλληλα, η ζήτηση για αμερικανικό βαμβάκι στην Ευρώπη μειώθηκε λόγω της ύφεσης που πάντα ακολουθεί ένα Κραχ. Έτσι, οι Αμερικανοί βαμβακοπαραγωγοί ξάφνου φαλίρισαν: τα δάνεια που είχαν συνάψει έγιναν απαγορευτικά ακριβά, ενώ τα έσοδά τους κατέρρεαν. Μαζί τους πτώχευσαν και οι τράπεζες που τους είχαν δανείσει. 

Αντιμέτωπες με το φάσμα της πτώχευσης μεγαλοαγροτών και τραπεζών, οι κυβερνήσεις των πολιτειών άρχισαν να εκδίδουν πολιτειακά ομόλογα ώστε να τους στηρίξουν – ακριβώς όπως τα κράτη της Ευρωζώνης (μαζί τους και το δικό μας) σήμερα δανείζονται για να στηρίξουν το καταρρέον τραπεζικό σύστημα. Για τρία χρόνια, η μεταβίβαση των ιδιωτικών ζημιών στις πλάτες των πολιτειών (δηλαδή των φορολογούμενων) απέδωσε. Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι επενδυτές της Βόρειας Αγγλίας δάνειζαν τις πολιτείες ώστε εκείνες να αποπληρώνουν τα δάνεια των τραπεζών προς… αυτούς. Σύντομα, όμως, οι Άγγλοι δανειστές άρχισαν να ανησυχούν ότι, κάποια στιγμή, οι πολιτείες δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν τα ομολογιακά δάνεια που τους είχαν δώσει. 

Πράγματι, πολύ γρήγορα ο κύκλος της δυστυχίας έκλεισε, καθώς έφτασαν στη Βόρεια Αγγλία τα φρικτά μαντάτα: πρώτη πτώχευσε η πολιτεία του Μισισίπι. Ακολούθησαν η Aλαμπάμα, το Iλινόις, η Iντιάνα, το Mίσιγκαν. Ξάφνου, ένα τοπικό «πρόβλημα» του αμερικανικού Νότου μετετράπη σε εθνική και παγκόσμια κρίση χρέους. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, έγινε έξαλλος με τους Νότιους συμπατριώτες του και, πεπεισμένος ότι οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ δεν δικαιούνταν να ζητήσουν «κούρεμα» των χρεών τους στους ξένους δανειστές, διέταξε το Αμερικανικό Ναυτικό να αποσύρει τις κανονιοφόρους του από τον ποταμό Μισισιπή. Γιατί; Για να επιτραπεί, άκουσον-άκουσον, στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό να πλεύσει προς τις πρωτεύουσες των πτωχευμένων πολιτειών και, υπό την απειλή των κανονιών, να επιβάλει το «δίκαιο του δανειστή», να απαιτήσει δηλαδή και να λάβει ό,τι περιουσιακό στοιχείο υπήρχε έναντι των δανείων των Άγγλων επενδυτών. Ούτε την Τρόικα να καλούσε δεν θα έσπερνε τέτοιο πανικό στις νότιες πολιτείες! 

Φανταστείτε τον θυμό των Άγγλων όταν συνειδητοποίησαν ότι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που τους εξασφάλιζαν τα εχέγγυα που είχαν στα χέρια τους, τα βαμβακο-ομόλογα που προανέφερα, ήταν οι σκλάβοι – οι μαύροι δούλοι εξ Αφρικής που εργάζονταν στις βαμβακοφυτείες υπό τις συνθήκες που αποτυπώνει επακριβώς ο Tαραντίνο στην ταινία του. Βλέπετε, το Βρετανικό Ναυτικό δεν βρήκε σοβαρές ποσότητες βαμβακιού για να κατασχέσει, καθώς η παραγωγή είχε μειωθεί ιδιαίτερα λόγω της πτώχευσης των λευκών αφεντικών. Μπορεί η εργασία να ήταν δωρεάν (να ένα τέλειο παράδειγμα «ελαστικής αγοράς εργασίας»), όμως οι σκλάβοι έπρεπε να τρώνε, οι φυτείες είχαν μη εργασιακό κόστος και, σε τελική ανάλυση, η ζήτηση για βαμβάκι είχε εκλείψει. Να γιατί η παραγωγή έπεσε τόσο που οι Άγγλοι ανακάλυψαν ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που μπορούσε να φέρει πίσω στην Αγγλία το Ναυτικό τους ήταν οι… δούλοι. Έλα, όμως, που στο μεταξύ η δουλεία είχε απαγορευτεί στη Βρετανία! Το αποτέλεσμα ήταν οι Άγγλοι να πουλήσουν σε ντόπιους δουλεμπόρους, βεβαίως σε εξευτελιστικές τιμές, το δικαίωμα να «κατάσχουν» δούλους, των οποίων τα αφεντικά χρώσταγαν στις τράπεζες. 

Αυτές ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες ο αμερικανικός Νότος πήρε φωτιά μετά το 1840. Η βία εναντίον των μαύρων σκλάβων κορυφώθηκε και οι ΗΠΑ εισήλθαν σε μία μεγάλη κρίση που δημιούργησε το παρασκήνιο μέσα στο οποίο έστησε την τελευταία του ταινία ο Tαραντίνo (η οποία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1850).

Πολλοί θα πουν ότι, όπως εκείνη η κρίση έφερε την πραγματική ενοποίηση της Αμερικής, έτσι και η σημερινή κρίση της Ευρωζώνης μας ωθεί, αργά αλλά σταθερά, προς την Ομόσπονδη Ευρώπη. Μακάρι! Τους θυμίζω, όμως, ότι για να ενοποιηθεί η Αμερική μετά το Κραχ του 1837 έπρεπε πρώτα να ξεσπάσει ένας απάνθρωπος εμφύλιος (το 1861), στον οποίο ξεκληρίστηκε μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού απ” ό,τι στον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. 

Σήμερα, στις αρχές του 2013, στην Ευρωζώνη μπορεί να έχουμε πολιτικούς όπως ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, που προσκαλούν στα μέρη μας το «βαρύ πυροβολικό» των δανειστών μας, και σκλάβους του χρέους που δημιούργησαν άλλοι. Έναν Αβραάμ Λίνκολν που θα καταργήσει τη δουλεία και θα ενοποιήσει την ήπειρό μας, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτουμε.
Του Γιάννη Βαρουφάκη
 
Είναι όντως έτσι τα πράγματα; Κατ’ αρχήν ο Τζον Κουίνσι Άνταμς ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1825 έως το 1829. Αντίθετα πρόεδρος των ΗΠΑ την εξεταζόμενη περίοδο ήταν ο Άντριου Τζάκσον (1829-1837). Αυτό και μόνον το χονδροειδές λάθος του οικονομολόγου, το οποίο μπορούσε να το προλάβει με μια απλή παραπομπή στην Wikipedia με έβαλε σε σκέψεις. Είναι η διήγηση ιστορία ή ιστορική μυθοπλασία; (Κάτι σαν το στόρυ του gladiator δηλαδή); Έτσι μπήκα στον κόπο να μεταφράσω το λήμμα της Wikipedia για τον πανικό του 1837 (Panic of 1837).

Ο πανικός του 1837 ήταν μια οικονομική κρίση στις ΗΠΑ που πυροδότησε μια μείζονα ύφεση που κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1840.  Κατρακύλησαν κέρδη, τιμές και ημερομίσθια ενώ η ανεργία  εκτινάχθηκε. Η απαισιοδοξία περίσσεψε. Σαν υπεύθυνοι μπορεί να θεωρηθούν ο πανικός που είχε και εισαγόμενες και ενδογενείς ρίζες. οι κερδοσκοπικές πρακτικές δανεισμού στις Δυτικές πολιτείες;, μια απότομη  πτώση των τιμών του βαμβακιού, μια κατάρρευση στις τιμές τις γης,  διεθνείς νομισματικές ροές και πολιτικέ περιορισμού του δανεισμού στην Μεγάλη Βρετανία. Στις 10 Μαΐου του 1837, τράπεζες της πόλης Νέας Υόρκης έκαναν στάση πληρωμών σε ρευστό, κάτι του σήμαινε ότι δεν θα μπορούσαν πλέον να ρευστοποιήσουν εμπορικά χρεόγραφα στην πλήρη ονομαστική τους τιμή. Παρά μια σύντομη ανάκαμψη το 1838, η ύφεση επέμεινε για επτά περίπου ακόμη χρόνια. Τράπεζες κατέρρευσαν, επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, τιμές κατρακύλησαν, και χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν την δουλειά τους. Οι εκτιμήσεις είναι αβέβαιες αλλά η ανεργία πρέπει να έφθασε τοπικά στο ύψος των 25%. Τα χρόνια μεταξύ του 1837 και 1844 ήταν, γενικά, χρόνια αποπληθωρισμού ημερομισθίων και τιμών.
Τα Αίτια.
Η οικονομική κρίση διαδέχθηκε μια περίοδο οικονομικής επέκτασης από τα μέσα των 1834 ως τα μέσα του 1836. Οι τιμές γης, βάμβακος και σκλάβων ανέβαιναν κατακόρυφα εκείνους τους μήνες. Η προέλευση αυτού του μπουμ  είχε πολλά αίτια, και ενδογενή και διεθνή. Εξ αιτίας των παράδοξων παραγόντων του διεθνούς εμπορίου  εκείνης της εποχής, άφθονος  άργυρος ερχόταν στις ΗΠΑ από το Μεξικό και την Κίνα. Πωλήσεις γης και δασμοί παρήγαγαν  σημαντικά ομοσπονδιακά έσοδα. Μέσω προσοδοφόρων εξαγωγών βάμβακος και της  πώλησης κρατικών  ομολόγων  με εγγύηση της Βρετανικής αγορά χρήματος , οι ΗΠΑ   υποδέχθηκαν αξιοσημείωτες επενδύσεις κεφαλαίων από την Μεγάλη Βρετανία.  Αυτά τα ομόλογα χρηματοδότησαν προγράμματα υποδομών μεταφορών στις ΗΠΑ. Ανοικτές Βρετανικές πιστώσεις, μέσω των Αγγλο-Αμερικανικών τραπεζικών οίκων όπως η baring brothers, τροφοδότησαν με καύσιμο μεγάλο μέρος της επέκτασης προς την Δύση των ΗΠΑ, εσωτερικές βελτιώσεις και βιομηχανική ανάπτυξη κατά την προπολεμική εποχή.
Το 1836, διευθυντικά στελέχη της Τράπεζας της Αγγλίας σημείωναν ότι τα νομισματικά αποθεματικά των Τραπεζών είχαν μειωθεί με έντονα πτωτική τάση τα προηγούμενα χρόνια, μάλλον εξ αιτίας της πτωχής εσοδείας σιτηρών που ανάγκασε την Μεγάλη Βρετανία να εισάγει μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Σε αντιστάθμισμα, τα στελέχη άφησαν να εννοηθεί  ότι θα αύξαναν βαθμιαία τα επιτόκια κατά 3 έως 5 %. Η κλασσική οικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι οι Τράπεζες πρέπει να αυξάνουν τα επιτόκια και να περικόψουν τον δανεισμό όταν έρθουν αντιμέτωπες με χαμηλά νομισματικά αποθέματα. Αυξάνοντας τα επιτόκια σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς και της ζήτησης υποτίθεται ότι  έλκονται καταθέσεις τη στιγμή που το χρήμα ρέει έκει όπου γενάται μεγαλύτερη απόδοση. Σε μια ανοικτή οικονομία με ελεύθερο εμπόριο και αδύναμους εμπορικούς περιορισμούς, οι νομισματικές επιλογές της ηγεμόνος –Μεγάλη Βρετανία- μεταδίδονται στον υπόλοιπο κόσμο.  Αυτό σημαίνει πως όταν τα Βρετανικά επιτόκια ανέβαιναν , οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να κάνουν το ίδιο.
Όταν οι Τράπεζες της Νέας Υόρκης ανέβασαν τα επιτόκιά τους και αποκλιμάκωσαν τον δανεισμό τα αποτελέσματα ήσαν καταστροφικά. Εκείνη τη στιγμή οι τιμές των ομολόγων έφεραν αντίστροφη, δεδομένου ότι οι τιμές των ομολόγων βρίσκονται σε αντίστροφη σχέση με την απόδοση (ή το επιτόκιο),  η αύξηση των κυρίαρχων επιτοκίων θα πίεζε προς τα κάτω την τιμή των Αμερικάνικων τίτλων. Είναι ενδιαφέρον ότι η απαίτηση για βαμβάκι έπεσε κατακόρυφα. Η τιμή του βάμβακος έπεσε κατά 25% τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1837. Η οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά των Νότιων πολιτειών, εξαρτιόταν στενά από τις τιμές του βαμβακιού. Οι εισπράξεις από το βαμβάκι παρείχαν χρηματοδοτήσεις σε σχολεία, εξισορροπούσαν το εθνικό εμπορικό έλλειμμα , τετραπλασίαζαν το δολάριο των ΗΠΑ και προσπόριζαν συνάλλαγμα σε Βρετανικές στερλίνες , το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα της εποχής εκείνης. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ ήσαν τότε  κατά κύριο λόγο  αγροτική οικονομία επικεντρωμένη στις εξαγωγές  βασικών ειδών διατροφής με έναν πρωταρχικό μεταποιητικό τομέα, μια κατάρρευση στις τιμές του βαμβακιού θα είχε με βεβαιότητα μαζικό αντίκτυπο.
Συνεισέφεραν όμως και ενδογενείς παράγοντες. Τον Ιούλιο του 1832, ο Πρόεδρος Andrew Jackson άσκησε βέτο στο Νομοσχέδιο για την επανεξουσιοδότηση της δεύτερης Τράπεζας των ΗΠΑ (BUS), την δεύτερη εθνική τράπεζα και δημοσιονομικό παράγοντα. Καθώς η BUS ενέτεινε τις επιχειρήσεις της τα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι εξουσιοδοτημένες από τον κράτος τράπεζες στην Δύση και τον Νότο χαλάρωσαν τις απαιτήσεις δανεισμού, διατηρώντας ανασφαλή λόγο αποθεμάτων. Δύο συγκεκριμένα εσωτερικές πολιτικές  μεγέθυναν μια ήδη ασταθή κατάσταση.  Η πράξη νομισματικής κυκλοφορίας του 1936 επέβαλε την πώληση δυτικής γης  μόνον σε χρυσό ή ασημένιο νόμισμα.  Η νομισματική κυκλοφορία ήταν μια εκτελεστική εντολή που εκδόθηκε από τον Andrew Jackson και υποστηρίχθηκε από τον Γερουσιαστή Thomas Hart  Benton από το Μιζούρι και άλλους υποστηρικτές του σκληρού νομίσματος.  Η πρόθεση ήταν να περικοπεί ο πληθωρισμός  αλλά η κυκλοφορία πρέπει να είχε αρνητικές συνέπειες. Δευτερευόντως, η Πράξη Αποθέματος και Διανομής του 1836 τοποθέτησε ομοσπονδιακά έσοδα σε διάφορες τράπεζες της επικράτειας. Πολλές από αυτές της Τράπεζες είχαν την έδρα τους σε Δυτικές περιοχές. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο πολιτικών ήταν να μεταφερθεί χρήμα από τα κύρια εθνικά εμπορικά κέντρα  της  Ανατολικής Ακτής. Με μικρότερα νομισματικά αποθέματα στα θησαυροφυλάκια τους , μεγάλες τράπεζες και χρηματοδοτικά ιδρύματα της Ανατολικής Ακτής αποκλιμάκωσαν τα δάνειά τους, πράγμα που ήταν από τα κυριότερα  αίτια του πανικού.
Εκείνη την περίοδο οι Αμερικάνοι απέδωσαν τον πανικό κυρίως στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες. Κάποιοι κατηγόρησαν τις πολιτικές  αποφάσεις του προέδρου Andrew Jackson ο οποίος αρνήθηκε να ανανεώσει την εξουσιοδότηση της Δεύτερης Τράπεζας των ΗΠΑ, που προκάλεσε την απόσυρση των κυβερνητικών κεφαλαίων από την τράπεζα. Στον  Martin  Van Buren, που έγινε πρόεδρος τον Μάρτιο του 1837 αποδόθηκε σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλο βαθμό ακόμη κι αν η ορκωμοσία του προηγήθηκε του πανικού για λίγους μήνες. Η άρνηση του Van Buren να χρησιμοποιήσει κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της κρίσης , σύμφωνα με τους αντίπαλούς του, συνεισέφερε περαιτέρω στην ζημιά και την ενίσχυση του Πανικού. Οι Ιακωβίνοι Δημοκρατικοί (Jacksonian Demovrats) από την άλλη, κατηγορούσαν την εθνική Τράπεζα, και για την ανεξέλεγκτη κεφαλαιακή/ταμιακή κερδοσκοπία και εισαγωγή πληθωριστικού χαρτονομίσματος.  Αυτό προκάλεσε υπερβολική έκδοση χαρτονομίσματος από τις τράπεζες.
Μερικοί  οικονομολόγοι και ιστορικοί θεωρούν υπεύθυνη την έκδοση νοθευμένου Μεξικάνικου νομίσματος από χαλκό, το οποίο οδήγησε το Μεξικάνικο ασήμι εκτός κυκλοφορίας, και μέσα στις ΗΠΑ, όπου ήταν επίσημο νόμισμα συναλλαγών. Αυτή η θεωρία έχει λογική σύμφωνα με τον Νόμο του Gresham. Εκείνοι που είναι οπαδοί της Αυστριακής θεωρίας του Επιχειρηματικού κύκλου πιστεύουν ότι το επίσημο νόμισμα συναλλαγών, το κλασματικό τραπεζικό απόθεμα και η διάχυση του ελλείμματος αγορών μεταξύ κρατών αύξησαν δραστικά την παροχή χρήματος, χαμήλωσαν τα επιτόκια και συνεισέφεραν στην πενία επενδυτικών αποφάσεων οδηγώντας στα ύψη  τον πανικό.
Αποτελέσματα και η επαύριον
Στην πραγματικότητα όλο το έθνος ένοιωσε τα αποτελέσματα του πανικού.  Στo Connecticut, το New Jersey, και το Delaware αναφέρθηκε η μεγαλύτερη ένταση στις εμπορικές τους περιοχές. Το 1937, οι επιχειρήσεις  του Βερμοντ  και το πιστωτικό σύστημα δέχθηκαν ένα  σκληρό χτύπημα. Το Βερμόντ είχε μια περίοδο κατευνασμού το 1838, αλλά χτυπήθηκε ξανά την περίοδο 1839-1840. Το Νέο Χαμσαιρ δεν ένοιωσε τα αποτελέσματα του πανικού όσο οι γείτονές του. Δεν είχε μόνιμοι χρέος το 1838, και δεν είχε μεγάλη οικονομική πίεση τα επόμενα χρόνια.  Η μεγαλύτερη δυσκολία του New Hampshire ήταν στην κυκλοφορία των κερμάτων μέσα στην πολιτεία. Οι συνθήκες στον Νότο  ήσαν πολύ χειρότερες από αυτές στην Ανατολή. Παρότι ο Παλιός Νότος χτυπήθηκε βαριά, η ζώνη του βάμβακος υπέστη το χειρότερο κτύπημα. Στην Βιρτζίνια, την Βόρια και Νότια  Καρολίνα   ο πανικός προκάλεσε μια αύξηση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές καλλιέργειες.  Οι κάτοικοι της Νέας Ορλεάνης ένοιωσαν μια γενική ύφεση στις επιχειρήσεις,  και η αγορά χρήματος παρέμεινε σε κακή κατάσταση σ’ όλο το 1843. Αρκετοί γαιοκτήμονες στο Μισισιπή δαπάνησαν προκαταβολικά μεγάλο μέρος των χρημάτων τους, οδηγώντας στην χρεοκοπία πολλές φυτείες.    Μέχρι το 1839, πολλοί γαιοκτήμονες βρέθηκαν έκτός καλλιέργειας. Η Φλόριδα  και η Γεωργία δεν ένοιωσαν τα αποτελέσματα όπως η  Λουιζιάνα η Αλαμπάμα και το Μισισιπή.  Το 1837 η Γεωργία είχε επαρκές νόμισμα για τις καθημερινές αγορές,  Μέχρι το 1839 οι πολίτες της Φλόριδας μπορούσαν να παινευτούν ότι για την συνέπεια των πληρωμών τους. Ήταν η δεκαετία το 1840 όπου η Φλόδιδα και η Γεωργία άρχισαν να νοιώθουν τα αρνητικά αποτελέσματα του πανικού. Στην αρχή η Δύση δεν ένοιωσε τόση πίεση όση η Ανατολή και ο Νότος. Το Οχάιο, η Ιντιάνα και το Ιλινόη  ήσαν αγροτικές πολιτείες, και η καλή σοδειά του1837 ήταν μια ανακούφιση για τους κτηματίες. Το 1838 τιμές των αγροτικών προϊόντων έπεσαν και η πίεση ζύγωσε τους ασχολούμενους με την γεωργία.
Μέσα σε δύο μήνες οι απώλειες από τις καταρρεύσεις  των Τραπεζών στη Νέα Υόρκη μόνον αθροίστηκαν σε 100εκατομύρια $  περίπου. «Από 850 τράπεζες στις ΗΠΑ, οι 343 έκλεισαν εντελώς, 62 είχαν μερική χρεοκοπία και το σύστημα των κρατικών τραπεζών δέχθηκε ένα σοκ από το οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει πλήρως.»  Η εκδοτική βιομηχανία θίχτηκε σε κάποια έκταση από την επακόλουθη ύφεση.
Το 1842 η Αμερικάνικη οικονομία ήταν ικανή να κάπως να επανέλθει και να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια της ύφεσης   εν μέρει εξ αιτίας των Δασμών του 1842 ( Tariff of 1842) αλλά σύμφωνα με τους περισσότερους υπολογισμούς η οικονομία δεν ανέκαμψε μέχρι το 1843.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι επίσης συμφωνούν ότι υπήρξε μια σύντομη ανάκαμψη από το 1838 έως το 1839,  η οποία έληξε όταν η Τράπεζα  της Αγγλίας και  Δανοί πιστωτές αύξησαν τα επιτόκιά τους. Παρόλα αυτά, ο ιστορικός της οικονομίας Peter Temin συμφωνεί ότι, όταν έγιναν οι διορθώσεις του πληθωρισμού, η οικονομία άρχισε πρακτικά να μεγεθύνεται από το 1838. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο και ιστορικό Murray Ρothbαrt, μεταξύ του 1839 και του 1843, η πραγματική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 21 % και το πραγματικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν κατά 16%, παρά το γεγονός ότι οι πραγματικές επενδύσεις έπεσαν κατά 23% και η παροχή χρήματος κατά 34%.
Πολλές πολιτείες έκαναν στάση πληρωμών των ομολόγων τους, πράγμα που εξόργοσε τους Βρετανούς πιστωτές. Για μια σύντομη περίοδο, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τις διεθνείς αγορές χρήματος. Μόνο στα τέλει της δεκαετίας του 1840 μπόρεσαν να επανέλθουν σ΄αυτές τις αγορές,. Αυτές οι στάσεις πληρωμών μαζί με άλλες συνέπειες της ύφεσης, επέφεραν μείζονες επιπλοκές  στις σχέσεις μεταξύ κράτους και οικονομικής ανάπτυξης. Κατά κάποιους τρόπους, ο πανικός υπονόμευσε την δημόσια εμπιστοσύνη προς τις εσωτερικές βελτιώσεις. Εν’ όσο  οι δημόσιες επενδύσεις σε εσωτερικές βελτιώσεις παρέμεναν κοινές στον Νότο μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο, οι βορειότεροι σχεδίαζαν όλο και περισσότερο ιδιωτικές επενδύσεις, παρά δημόσιες, για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Επί πλέον, ο πανικός απελευθέρωσε ένα κύμα εξεγέρσεων και άλλες μορφές εσωτερικής ανησυχίας. Το τελειωτικό αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της αστυνομικής ισχύος, συμπεριλαμβανόμενων και επαγγελματικών αστυνομικών δυνάμεων. 

Οι μη μετρήσιμοι  παράγοντες, όπως αυτοί της εμπιστοσύνης και της ψυχολογίας, που έπαιξαν πανίσχυρους ρόλους, μας βοηθούν να εξηγήσουμε το μέγεθος και το βάθος του πανικού. Οι κεντρικές τράπεζες είχαν τότε περιορισμένες ικανότητες ως προς τον  έλεγχο των τιμών και της απασχόλησης, κάνοντας το φαινόμενο της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων συνηθισμένο. Όταν κάποιες τράπεζες κατέρρευσαν, ο συναγερμός μεταδόθηκε σ’ όλη την κοινωνία,  μεγεθυσμένος από τον αντιπολιτευόμενο λαϊκό τύπο. Ανήσυχοι επενδυτές έσπευσαν στις άλλες τράπεζες, απαιτώντας να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Τότε αντιμέτωπες με τέτοια πίεση, ακόμη και οι υγιείς τράπεζες αναγκάστηκαν να κάνουν κι άλλες περικοπές-  αποσύροντας δάνεια και απαιτώντας αποπληρωμή από τους δανειολήπτες. Αυτό από μόνο του τροφοδότησε την υστερία ακόμη περισσότερο, οδηγώντας σε ένα σπιράλ καθόδου (ή φαινόμενο χιονοστιβάδας). Με άλλα λόγια, η ανησυχία, ο φόβος, και μια κυρίαρχη  έλλειψη εμπιστοσύνης κινητοποίησαν αυτοτροφοδοτούμενους καταστροφικούς κύκλους. Πολλοί οικονομολόγοι σήμερα αντιλαμβάνονται αυτόν το φαινόμενο σαν ασύμμετρη πληροφόρηση. Ουσιαστικά, οι τραπεζικοί καταθέτες αντέδρασαν σε ατελή πληροφόρηση. Δεν γνώριζαν αν οι καταθέσεις τους ήσαν ασφαλείς και φοβούμενοι περαιτέρω ρίσκο, τις απέσυραν, ακόμη κι αν αυτό προκαλούσε περισσότερη ζημιά.  Η ίδια κεντρική ιδέα του καθοδικού έλικα ήταν πραγματική για πολλούς Νότιους γαιοκτήμονες, οι οποίοι κερδοσκόπησαν σε γη, βάμβακα, και σκλάβους. Πολλοί κτηματίες πήραν δάνεια από τράπεζες με την υπόθεση ότι οι τιμές του βαμβακιού θα συνέχιζαν να ανεβαίνουν. Όταν οι τιμές του βαμβακιού έπεσαν, παρόλα αυτά, οι κτηματίες δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, πράγμα που έθεσε σε κίνδυνο την φερεγγυότητα πολλών τραπεζών. Αυτοί οι παράγοντες ήσαν ιδιαίτερα κρίσιμοι δεδομένης της ανυπαρξίας ασφάλειας καταθέσεων στις τράπεζες. Όταν οι πελάτες των τραπεζών δεν διαβεβαιώνονται ότι οι καταθέσεις τους ήταν ασφαλείς, είναι πιθανότερο να πάρουν βιαστικές αποφάσεις που μπορεί να βάλουν σε κίνδυνο όλη την υπόλοιπη οικονομία. Οι οικονομολόγοι σήμερα έχουν συμπεράνει ότι η διατήρηση της ανταλλαξιμότητας, η ασφάλεια των καταθέσεων και η επαρκείς κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες μπορούν να περιορίσουν την πιθανότητα μαζικών αναλήψεων. 

Είναι κατανοητό πλέον πως δεν υπήρξαν ούτε κανονιοφόροι ούτε ξεπούλημα σκλάβων. Μάλλον κακή επιρροή της πολιτικής πάνω στην οικονομία θα μπορούσες να το πεις, μέσω ενός προέδρου που ήταν χαρισματικός και καλοπροαίρετος  αλλά δεν ήταν της πιάτσας. Ο οικονομολόγος βέβαια στήριξε έναν ολόκληρο μύθο πάνω σε λάθος αφήγηση ιστορικών γεγονότων. Αυτό που θα μπορούσε να είναι και μύθος οδηγός κατάληξε σε παραμύθι παρηγοριάς και αποκοίμισης. 

Την επόμενη φορά όταν θα θελήσει να κτίσει έναν μύθο θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει παραδοσιακές μεθόδους. Να βάλει δηλαδή γαιδάρους να μιλούν με πετεινούς ή κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον δεν θα εκτεθεί.

Όσο για το συμπέρασμα και τις αναλογίες με το σήμερα; Τι να πει κανείς; Πόσο θα μπορούσαμε πια να ήμασταν σίγουροι ότι μπορεί να διαβάσει το παρόν, και πολύ περισσότερο το μέλλον, όταν τα θαλάσσωσε στο καταγεγραμμένο παρελθόν;

1 σχόλιο:

  1. Πήρα μέσω e-mail κείμενο που ανέφερε κατά λέξη.
    "Δεν έχετε καθόλου άδικο. Γι αυτό εξ άλλου αποκαλείται και Μπαρουφάκης - εκτός των άλλων, το Ιλλινόις τοΟχάιο και το Μίσιγκαν στο ...Νότο?"
    Δεν μπορώ να δώσω το όνομά του αλλά τι σημασία έχει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!