Μια φορά και ένα καιρό, οι μέτριοι των μετρίων αποπειράθηκαν να κυβερνήσουν τη χώρα στην οποία ο σύγχρονος κόσμος οφείλει τις απαρχές του… ο σύγχρονος κόσμος που σήμερα την εγκαλεί και αμείλικτα τη χλευάζει …
Κατά την μακρότερη περίοδο ευημερίας και ειρήνης που απόλαυσε ο Ελληνισμός μετά τον κύκλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συντελέστηκε αθόρυβα και μεθοδικά το ως άνω αναφερόμενο έγκλημα της απόπειρας διακυβέρνησης. Γιατί όταν δεν είσαι αποφασισμένος να κυβερνήσεις, αλλά αποπειράσαι να το κάνεις, ενώ έχεις επιμεληθεί τόσο σοφά και περισπούδαστα ως προς την κατάληψη του πολιτικού θρόνου, τεκμαίρεται αμάχητα ότι έχεις δόλο. Δόλο όχι μόνο για τον αργό και βασανιστικό «θάνατο» του άμεσου αποδέκτη της ερασιτεχνικής σου τακτικής - που αν μη τι άλλο σε επέλεξε - αλλά και για το «θάνατο» όλων των επόμενων, που όσο και να προσπαθούν να σε αποκαθηλώσουν, να σε ξεριζώσουν, είναι αδύνατον…
Όποιος γνωρίζει τη μετριότητά του και αδυνατεί να θεμελιωθεί αυτόφωτα στο πολιτικό στερέωμα, φροντίζει να επιστρατεύσει τριγύρω του για μανδαρίνους, ομοίους μετρίους του. Τους ηδονίζει με ψήγματα πρωτοβουλιών και μια χαραμάδα θέας προς την εξουσία και έτσι, τόσο απλά, τους ορκίζει για πάντα στο όνομά του… ‘Eτσι ακριβώς… Με την ίδια μαεστρία που διέθεταν οι παρατρεχάμενοι των κοτζαμπάσηδων για να συνωμοτούν μαζί τους, ώστε να αποκρύπτουν το πραγματικό ύψος του φόρου υποτέλειας, που έπρεπε οι ραγιάδες να αποδώσουν στον Οθωμανικό ζυγό.
Το δίκτυο των παρατρεχάμενων ενδυναμώθηκε, εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δομές, ως άνευ προηγουμένου καλπάζων λιμός. Εκτόπισε, φίμωσε, εξόρισε κάθε άξιο και άριστο για να αφανίσει την όποια ενδεχόμενη «απειλή» του ρυπαρού κατεστημένου. Και τώρα…? Τώρα που βρισκόμαστε αλήθεια? Οι κουτόφραγκοι μας κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, οι πολιτικοί μας ποντάροντας στο ραγιαδισμό που κουβαλάμε, πιέζουν και ξαναπιέζουν, απομυζώντας ότι ελάχιστο μας έχει απομείνει… Υλικά ίσως κάτι ελάχιστο να έχει απομείνει, αυτοπροσδιορισμός και εσωτερική ταυτότητα του νεοέλληνα ωστόσο, έχουν εξανεμιστεί προ πολλού…
Η κρίση που ζούμε είναι πολυώδυνη. Μας κρίνει αμείλικτα το σήμερα με βάση το πώς διαχειριστήκαμε το χθες: ποιούς επιλέγαμε να επανδρώσουν τη διοίκηση του κράτους, ποιές ήταν οι εσωτερικές σχέσεις της ευρύτερης κοινωνίας των αναγκών, σε ποιά παιδεία και κατά κεφαλήν καλλιέργεια επενδύσαμε, τί στόχους βάλαμε στην προσωπική και στην κοινή μας ζωή.
H κρίση μάς κρίνει και μας αποδείχνει ελάχιστα σοβαρούς, με ρηχότητα, ψευδεπίγραφα υλιστικά κίνητρα που βαφτίσαμε καταξίωση και με προτεραιότητες πρωτόγονα εγωκεντρικές. Αποθεώσαμε, ηδονικά και απερίσκεπτα, σαν πρώτιστο στόχο και περιεχόμενο ζωής, την κατανάλωση για την κατανάλωση. Αυτόματα δε, θεωρήσαμε «banal» τη χαρά της προσωπικής δημιουργίας, τη σπουδή και τη γνώση, την εκλογή των αρίστων ως αρχόντων της πατρίδας. Όλα υποτάχθηκαν στον ένα και μοναδικό στόχο (και νόημα) του βίου: τη διευρυμένη βουλιμική απόλαυση με κάθε τίμημα: διαφθορά, συγκάλυψη, πελατειακές σχέσεις. Σπουδάζαμε για τον τίτλο και τη θέση που θα μας εξασφάλιζε και όχι για την επιστήμη. Καυχιόμασταν όχι για φιλίες, αλλά για «διασυνδέσεις» και «βύσματα». Ψηφίζαμε με κριτήριο ποιός θα μας εξασφαλίσει τις περισσότερες παροχές δίχως κρίση και αξιολόγηση. ‘Ετσι φτιάξαμε μια κοινωνία αλληλοσπαρασσόμενων συμφερόντων. Ένα κράτος που σιτίζει τους υπαλλήλους του και βασανίζει την κοινωνία, κράτος παράνοιας, εντελώς ανίκανο και ανυπόληπτο. Κοινωνία πολιτών? …όχι βέβαια: κοινωνία «κολλητών».
Πρόκειται για τη νέα ερμαφρόδιτη τάξη που καθιερώθηκε μετά τη μεταπολίτευση. Με το παραπλανητικό σύνθημα της κατάργησης των σαφών ορίων αστικής και λαϊκής τάξης, κατόρθωσε αυτό που δεν κατόρθωσαν Τούρκοι, Γερμανοί, Εμφύλιος, Πολυτεχνείο… Να φέρει τη λησμονιά της προέλευσης και της διαδρομής. Να μπασταρδέψει το «είναι» με το «φαίνεσθαι», το «έχειν» με το «είναι» και μέσα σε όλη αυτή την παραζάλη των αυθαίρετων εξισώσεων τα δραματικά πρόσωπα της σύγχρονης ιστορίας να απογυμνωθούν από τα πραγματικά και γνήσια χαρακτηριστικά τους. Άλλωστε έτσι ερμηνεύεται και η αιτία εδραίωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος που εκπαιδεύει στην αγλωσσία, στην ακρισία, στις πρακτικές των εκβιαστικών απαιτήσεων και της ηδονής των βανδαλισμών. Αποτέλεσμα: ένα σαθρό πολιτικό σύστημα, που ως παντοκρατορία με πανίσχυρα πλοκάμια στραγγαλίζει ο,τιδήποτε πάει να το διασαλεύσει και να του ορθώσει ανάστημα. Ένα σύστημα απολύτως αυτονομημένο από τις κοινωνικές ανάγκες, σύστημα διαπλοκής της φαυλότητας με τη θρασύτερη και αναιδέστερη ανικανότητα και να πανηγυρίζει νικήτρια και τροπαιούχα.
Συμπράξαμε βέβαια και οι διοικούμενοι, αποποιούμενοι ό,τι είχε γνησιότητα, ό,τι είχε πνευματικότητα, ό,τι είχε αξία, όποιον στόχο απαιτούσε κόπο και όποια πολιτική φυσιογνωμία αφόριζε το λαϊκισμό. Η χώρα με τη συνειδητή αποδοχή των κυβερνώντων και την συναυτουργία των πολιτών της, κύλισε στο έσχατο σκαλοπάτι της σύγχρονης ιστορίας της. Ποιοί θα είναι πλέον αυτοί οι θλιβεροί απογυμνωμένοι? Κι όμως, ανάμεσα σε αυτούς τους θλιβερούς είμαστε καταδικασμένοι να επιλέξουμε τον επόμενο ηγέτη μας ...
Το συναρπαστικό δε, για τον ψύχραιμο παρατηρητή, είναι ότι στο κοινωνικό πεδίο οι στόχοι, το ήθος, η διάκριση ποιοτήτων (παράγοντες ανυπότακτοι στην αντικειμενοποίηση) αποδεικνύονται οι κυρίως συντελεστές επιτυχίας ή αποτυχίας των πιο πρακτικών – υλικών πτυχών του βίου: της οικονομίας, της παραγωγικότητας, της οργανωτικής απόδοσης. H ιδεολογία του Ιστορικού Yλισμού (μπαϊράκι του Mαρξισμού αλλά και «αυτοσυνειδησία» του Καπιταλισμού) διαψεύδεται παταγωδώς στα «υλιστικότερα» πεδία του συλλογικού βίου – χωρίς βεβαίως να πτοούνται, έστω κατ’ ελάχιστον, οι εμπορευόμενοι το αφελές ιδεολόγημα.
Εν τω μεταξύ, από την «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα» των Robert Schumann και Jean Monnet, φωτισμένων προσωπικοτήτων με γνήσιο όραμα ευρωπαϊκής ενοποίησης, σήμερα η ευρωπαϊκή οικογένεια πορεύεται υπό το πρόσταγμα «Μερκοζί». Έχουν επικαιροποιηθεί ακόμη και όροι του Προτεσταντισμού που τείνουν να αποτυπωθούν, έστω και περιγραφικά, στις νέες τροποποιημένες καταστατικές Συνθήκες. Ο διαχωρισμός ωστόσο, σε «ενάρετους και αμαρτωλούς», κατά τη δεδομένη κρίσιμη ιστορική συγκυρία δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο παρά να αποδυναμώνει ολοένα και περισσότερο την διαπραγματευτική ικανότητα των χωρών που ήδη βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Με βλοσυρή κατήφεια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και οι βλοσυροί τηλεπαρουσιαστές αντιμετώπισαν το μείζον ζήτημα της «επιτροπείας». Το υψηλό εθνικό φρόνημα της 4ης εξουσίας θίχτηκε από την ιταμή απειλή των τευτονικών ορδών του Βερολίνου. Ουδείς όμως από αυτούς δεν είχε φροντίσει να αντιδράσει με αυτόν τον απόλυτο και πατριαρχικό τρόπο όταν η χώρα κυλιόταν στο βούρκο των κυκλωμάτων τοκογλυφίας, όταν το έθνος έχανε και την τελευταία ικμάδα αξιοπιστίας λόγω της διαφθοράς.
Και στο άκουσμα της είδησης για «επιτροπεία» και κάθε τέτοιας, νιώθεις οργή, νιώθεις ντροπή… και το τραγικότερο νιώθεις κάποια ανακούφιση. Και διερωτάται κανείς αν η πρόταση αυτή είναι άδικη: έτσι όπως αναζητάμε με απελπισμένο βλέμμα τριγύρω μας το πρόσωπο ενός ηγέτη, υπάρχει περίπτωση να εντοπίσουμε κάποιον? Ή μήπως θα δικαιωθεί ο Καβαφικός λυρισμός και θα φτάσουμε να ομολογήσουμε: «…οι βάρβαροι αυτοί ήταν μια κάποια λύσις…»
Ο «πατριδομηδενισμός», και ο «μεταμοντερνισμός » δυτικής μανιέρας όσο κι αν γοήτευσαν μια λιμασμένη για δημοσιότητα «διανόηση», ήταν απλώς και μόνο γυαλιστερές φούσκες. Oι σταθερές της ελληνικής «ευγένειας» της αναφοράς στόχων και πράξεων σε άξονα «νοήματος» και σε μέτρο «αλήθειας», λειτούργησαν, παράγοντας κοινωνική συνοχή και ετερότητα πρότασης πολιτισμού, από την εποχή των Προσωκρατικών, ίσως ως τη Γενιά του ’30. Και αίφνης, αυτές οι σταθερές, χλευάστηκαν, λοιδορήθηκαν, μυκτηρίστηκαν στη μεταπολίτευση, για να οδηγηθούμε στο αβυσσαλέο κενό όπου βυθιζόμαστε ανέλπιδα σήμερα.
Kακά τα ψέματα: Nαι, οφείλουμε χάριτες στη χούντα του ’67 - ’74 που γελοιοποίησε τελεσίδικα το ιδεολόγημα του Eλληνοχριστιανισμού: μας απάλλαξε από μια κούφια, χιλιοφθαρμένη και μόνο ρητορική, επίσημη κρατική ιδεολογία. Είναι όμως εγκληματικό να ξεχνάμε πως όσο επιδερμικά ψυχολογικός κι αν είχε καταντήσει ο ελληνορθόδοξος πατριωτισμός, ήταν αυτός που γέννησε την έκπληξη στα βουνά της Πίνδου το ’40, ατσάλωσε το λαϊκό κουράγιο για να αντέξει τον εφιάλτη της καταστροφής στη Mικρασία, χάρισε «φρόνημα» στους Έλληνες για να διπλασιάσουν την απελεύθερη γη τους με τους πολέμους του 1912 - 13. «Πράγμα πολυτίμητο», που έλεγε ο Mακρυγιάννης, όσο κι αν σκουριάσει και παραφθαρεί, δεν το ατιμάζεις και το πετάς, εσύ ο φωτισμένος. Tο καθαρίζεις από τις παρασιτικές ψευτιές και την ιδιοτέλεια, αποκαθιστάς την αλήθεια του, τον εμπειρικό του πλούτο. Άλλωστε, ο άνθρωπος ψευτίζει την πίστη, το άθλημα της εμπιστοσύνης, της αυθυπέρβασης, και την αλλοτριώνει σε ιδεολόγημα, αλλά ο άνθρωπος και την ξαναβρίσκει, την ξεχώνει χαμένη κάτω από τόνους σκουριάς, μονόπετρο του αρραβώνα με την αρχέγονη γνησιότητά του .
‘Ισως λίγοι πια, αλλά υπάρχουν ακόμα ‘Ελληνες - τέκνα της Ελλάδας ως έννοιας στο πάνθεον του ιστορικού χρόνου - που καταλαβαίνουν το νόημα της προέλευσής τους. Nα είσαι Eλληνας δεν είναι εθνικότητα, φοκλορική ιδιαιτερότητα, βαλκανική επαρχιωτίλα, κρατική κακομοιριά. Eίναι επιλογή. Eλληνας, τώρα πια, δεν γεννιέσαι, γίνεσαι, όπως και ερωτευμένος δεν δηλώνεις, φαίνεσαι. H ελληνικότητα είναι έρωτας, τον κατακτάς, δεν σου δίνεται επί πληρωμή, ούτε άμα τη γενέσει εντός επικρατείας. Όποιος ξεχωρίζει το φαύλο από το γνήσιο, ερωτεύεται «νόημα» που φωτίζει το αίνιγμα της ύπαρξης και το σκάνδαλο το ανυπόφορο του εσωτερικού θανάτου, «νόημα» σαρκωμένο στη γλώσσα, στην τέχνη, στο ήθος, σε θεσμούς υπηρετικούς των σχέσεων κοινωνίας.
Aναζητάμε πρωθυπουργό, χαρισματικό ηγέτη, ικανό να μας βγάλει από τον εφιάλτη της κρίσης στο ξέφωτο της ελπίδας. Mοιάζει παραδοξολόγημα (όπως κάθε εκρηκτικής γονιμότητας αλήθεια), αλλά αν το πρώτο είναι να ξαναβρεί εφαλτήριο για καινούργιο πατριωτικό άλμα η ελλαδική κοινωνία, τότε χρειαζόμαστε εκκλησιαστικό μπροστάρη ανιχνευτή: Nα μας δείξει τη μετάβαση από τα ιδεολογήματα στην ερωτική εμπειρία, από τα «εκσυγχρονιστικά» δήθεν στην πίστη – εμπιστοσύνη. Δεν έχουμε πολιτικούς, γιατί δεν έχουμε μπροστάρηδες στην πίστη, ηγέτες εκκλησιαστικού ρεαλισμού, όχι θρησκειοποιημένων συνθημάτων. Πληρώνουμε βαρύ τίμημα γιατί εξορίσαμε την ωμή αλήθεια εδώ και πολλά χρόνια από τον δημόσιο λόγο. Έχουμε βέβαια και τα ελαφρυντικά μας ως θεατές του δράματος : Η δημοσιογραφία δεκαετίες τώρα, εκπροσωπήθηκε επάξια από ανθρώπους που μας έπειθαν ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» και που απέφευγαν την αλήθεια όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί ψαλίδιζε τη δημοφιλία. Ίσως, λοιπόν, όταν τελειώσουν ο ανεξέλεγκτος θυμός και η τρέλα του λαϊκισμού να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε πιο ώριμα ποιούς ακούμε, ποιούς χειροκροτούμε και ποιους ψηφίζουμε. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!