Χθες πέρασαν μπροστά από το
γραφείο μου οι Μωμόεροι. Τα μωμοέρια είναι μορφή δρώμενων που ελάμβανε χώρα
στον Πόντο κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου του χειμερινού ηλιοστασίου. Το
βασικό άγημα ήταν δέκα ή δώδεκα άνδρες ντυμένοι ομοιόμορφα αλλά παράξενα.
Φορούσαν φουστανέλες (ναι ήσαν πόντιοι και φορούσαν φουστανέλες) κι ένα κόκκινο
τζόκεϊ πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένα καθρεφτάκια. Ήταν δηλαδή μασκαράδες. Πάντα
τα ρούχα του άλλου είναι η δική σου μεταμφίεση. Παρενδυμασία θα μπορούσες να
την πεις. Αποκάλεσα αυτήν την ομάδα άγημα διότι περπατούσαν λικνιζόμενοι με
έναν πλήρως Ποντιακό τρόπο. Δηλαδή ομαδικά.
Για όσους δεν ξέρουν οι Ποντιακοί
χοροί χαρακτηρίζονται από αυστηρά ομαδικό πνεύμα και πειθαρχία. Η προτροπή εξάλλου "ιέμψτε" το αποδεικνύει. Στο You tube μπορεί κανείς να βρει εκδηλώσεις σε στάδια όπου πέντε χιλιάδες άνθρωποι χορεύουν με
απόλυτο συγχρονισμό και κάνουν αυστηρά την ίδια κίνηση. Οι άνθρωποι αυτοί λικνιζόντουσαν
(χόρευαν σχεδόν) λες και ήταν Κινέζοι στρατιώτες σε παρέλαση. Άσε που κρατούσαν
και κάτι σαν σπαθία. Ήταν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα. Λίγο πιο πέρα έστησαν κυκλικό
χορό. (Δεν χρειάζεται να αναφέρω την ακρίβεια του κύκλου φυσικά) Γύρω τους όμως
περιφέρονταν φιγούρες. Μασκαρεμένοι άνδρες οι οποίοι έπαιζαν κάποιον ρόλο, προφανώς,
κινούμενοι εντελώς απείθαρχα. Ήταν η αρκούδα (ο άρκον φαντάζομαι ότι θα λεγόταν)
ο στρατιώτης, ο γιατρός, η νύφη νομίζω κι ένας γέρος ή γριά. Αν ξέχασα κάποιον
συγχωρέστε με. Φυσικά υπήρχαν και δύο οργανοπαίκτες. Όχι λυράρηδες, η περίπτωση
απαιτούσε φασαρία. Νταούλι και αγγείον (γκάιντα δηλαδή) ήταν τα όργανα. Ανέκαθεν τα μωμοέρια μου προκαλούσαν απορία
έως άκουσα εκείνο το τραγούδι της Loreena Mckennit. The mummers dance.
Ο χορός των μάμερς. Έψαξα και βρήκα τι ήταν οι μάμερς. Ήταν άγριοι
μασκαράδες που χόρευαν στα κέλτικα χωριά της Ευρώπης το δωδεκαήμερο του ψυχρού
ηλιοστασίου. Οι μάμμερς/ μωμόεροι ήταν τελικά το ίδιο πράγμα. Δεν ξέρω αν
έφτασαν στον πόντο μετά από την Γαλατική εισβολή του 3ου κπε αιώνα ή
ήσαν προϊόν κάποιας άλλης πολιτιστικής ανταλλαγής αλλά, ναι, ήταν το ίδιο
πράγμα.
Γιατί όλη αυτή η εισαγωγή; Όχι
για λαογραφικούς λόγους πάντως. Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα φροντίσω στην
διατήρηση της φλόγας του πυρσού της παραδόσεως. Υπάρχουν αξιέπαινοι συμπολίτες
μου που το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο. Εγώ ούτε καν θα τα κατάφερνα. Εξάλλου
αν ήταν να γράψω για τα ηλιοστασιακά δρώμενα θα έκανα την ανάρτηση στο άλλο μου
μπλογκ.
Άλλου είδους πληροφορία ήταν που
μου έκανε εντύπωση. Ένα άρθρο στον Economist το οποίο μετάφρασα και παραθέτω πιο κάτω. (Πότε θα μου
ρίξουν καμιά μήνυση δεν ξέρω αλλά ήταν τόσο καλό που το ρισκάρω).
Ο Economist εξηγεί: Πως τα Χριστούγεννα από ένα σαματατζίδικο έθιμο έγιναν μια
οικογενειακή γιορτή
Δεν υπήρχαν δώρα
άψογα τυλιγμένα. Ούτε δένδρα με
γιρλάντες ούτε Σάντα Κλάους. Τα Χριστούγεννα στην προβιομηχανική Ευρώπη και
Αμερική έδειχναν πολύ διαφορετικά από την σημερινή προσέγγιση. Μεθυσμένοι, παρενδεδυμένοι και οργιώδεις καλαντάρηδες περιφέρονταν στους δρόμους. Η ταβέρνα μάλλον
παρά το σπίτι ή η εκκλησία, ήταν ο τόπος
της γιορτής. « Οι άνθρωποι ντρόπιαζαν τον Χριστό περισσότερο τις δώδεκα ημέρες των
Χριστουγέννων, παρά όλους τους δώδεκα υπόλοιπους μήνες μαζί ». – έλεγε
απελπισμένος ο Hugh Latimer, ιερέας
στον Βασιλιά Εδουάρδο τον VI, στα μέσα των 1500s. Διακόσια
χρόνια περίπου αργότερα, πέραν του Ατλαντικού, ένας Πουριτανός ιερέας κατακρίνει
τα «άσεμνα παιχνίδια» και τα «χυδαία
ξεφαντώματα» των Χριστουγέννων στις αποικίες. Αυτές οι ανησυχίες φαίνονται
παράταιρες σήμερα. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μια σαματατζίδικη,
ανέμελη γιορτή μετατράπηκε στην φιλειρηνική και οικογενειακή γιορτή που
γνωρίζουμε σήμερα. Πως;
Την πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη, μεταξύ 1500 και 1800, η εποχή των Χριστουγέννων σήμαινε μια
ανάπαυλα στις αγροτικές εργασίες και μια ευκαιρία για καλοπέραση. Η σοδειά είχε μαζευτεί και τα ζώα είχαν σφαχτεί (το
κρύο σήμαινε ότι τα κρέατα δεν θα χαλούσαν). Οι εορτασμοί περιείχαν γερό ποτό
και ξεφάντωμα, κατά το οποίο οι χωρικοί θα έφθαναν στα σπίτια της γειτονιάς των
γαιοκτημόνων και θα απαιτούσαν φαί. Ένα τραγούδι του ποτού αποδίδει το κλίμα: « Κι αν δεν μας ανοίξεις την πόρτα σου, / Θα
ξαπλώσουμε μπροστά της». Σε γενικές γραμμές αυτό γινόταν ανεκτό σε στιγμές εγκαρδιότητας-
ένα είδος τελετουργικής ανατροπής, όπου η κοινωνική ιεραρχία αντιστρέφεται
στιγμιαία. Κάποιοι ήταν λιγότερο ανεκτικοί. Στην αποικία της Μασαχουσέτης,
μεταξύ 1659 και 1681, οι Πουριτανοί απαγόρευσαν τα Χριστούγεννα. Τα έσβησαν από
τα αλμανάκ τους και οι προσβλητικοί γλεντοκόποι διακινδύνευαν πρόστιμο 5
σελινίων. Η απαγόρευση δεν διήρκεσε και
έτσι οι προσπάθειες να δαμασθεί η γιορτή περιορίσθηκαν. Έγινα συστάσεις
μετριοπάθειας. Ένας συντάκτης αλμανάκ προειδοποιεί στα 1761 ότι «Ο εγκρατής
απολαμβάνει παραπάνω αγαλλίαση, διότι η εξέγερση χαλάει την όρεξη (σε ελεύθερη
μετάφραση- το πρωτότυπο πάντως κάνει
ρίμα «“The temperate man enjoys the most delight, / For riot dulls and palls the appetite.»). Τα
Χριστούγεννα παρέμεναν μια λαϊκή τελετή, που γιορταζόταν στις ταβέρνες ή τους
δρόμους και συχνά τροφοδοτούταν από το
αλκοόλ.
Αυτό σύντομα άλλαξε. Στην καμπή του 19ου αιώνα οι πόλεις επεκτείνονται
για να απορροφήσουν τον αυξανόμενο αριθμό των εργοστασιακών εργατών. Η αλητεία και
η αστική φτώχεια ήταν ήδη κοινός τόπος. Η φασαρία των Χριστουγέννων έγινε πια
βίαια, με παρέες μεθυσμένων ανδρών να ξεχύνονται στους δρόμους. Δεν προκαλεί
έκπληξη ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης είδαν τον εορτασμό σαν απειλή. Και σε
μελέτη της γιορτής, ο Stephen Nissenbaum, ένας
ιστορικός, διαπιστώνει ότι μια ομάδα πατρικίων συγγραφέων και αρθρογράφων στην
Αμερική την αναδιατύπωσε ως οικογενειακό
δρώμενο. Ξανάφερε στη μόδα Ευρωπαϊκές παραδόσεις όπως το Χριστουγεννιάτικο
δένδρο από την Γερμανία και τα Χριστουγεννιάτικα δέματα από την Αγγλία, με τα
οποία οι πλούσιοι θα δώριζαν στους υπηρέτες τους μετρητά ή ότι έμεινε από τροφή.
Ο Άγιος Νικόλαος ή ο Σάντα Κλάους, του οποίου η Δεκεμβριανή γιορτή συνέπιπτε με
την Χριστουγεννιάτικη περίοδο, έγινε η μασκότ της γιορτής. Το ποίημα του Clement Clarke Moore «Μια
Επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο» πρωτοδημοσιεύθηκε στα 1823, βοήθησε να διαδοθεί
η εικόνα του. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ένας πρόσχαρος Σάντα κατεβαίνει μέσω έλκηθρου
συρόμενου από ταράνδους για να ξαφνιάσει τα παιδιά με δώρα την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι εφημερίδες έπαιξαν κι αυτές τον ρόλο τους. « Ας αφήσουμε τις ταβέρνες και τα
καπηλειά για μερικές μέρες» συμβούλευε ο New York Herald στα 1839. Καλύτερα να συγκεντρωθούμε «στην
οικογενειακή εστία, την ενάρετη σύζυγο, τα αθώα, χαμογελαστά, καλόκαρδα παιδιά»
Ήταν ο θρίαμβος των αξιών της μεσαίας τάξης και μια
επιτυχία των ιδιοκτητών εμπορικών. «Τα Χριστούγεννα είναι τα αλώνια του έμπορου», ανέφερε με ενθουσιασμό ένα περιοδικό
βιομηχανίας το 1908. «εξαρτάται από αυτόν να αποθηκεύσει όσο μεγαλύτερη σοδειά
δολαρίων μπορεί». Σύντομα αυτά τα νέα Χριστούγεννα θα γινόταν, εντός δικαίου, στόχος
επικρίσεων: Ως εμπορευματοποιημένα και επιφανειακά. Τίποτε δεν κρατάει για
πάντα.
Λοιπόν; Σίγουρα κάπως έτσι πρέπει
να έγινε. Ότι δεν έγινε εδώ. Όπου δεν βρέθηκε η ομάδα των πατρικίων διανοουμένων
που θα αναλάμβανε να εξηγήσει ότι κανένα πολεοδομικό συγκρότημα δεν μπορεί να
φιλοξενήσει οικονομικές δραστηριότητες αν δεν επικρατεί πειθαρχία και έννομη
τάξη. Κανείς γραφιάς ή εκδότης δεν βρέθηκε να αναλάβει μια σοβαρή εκστρατεία
που θα εξηγούσε ότι η μόνη κατάληξη της ανοχής σε μερικά τσογλάνια που σπάνε το
κέντρο των μεγαλουπόλεων (μιάμιση έχουμε άλλωστε) είναι η φτώχεια. Διότι η
ταραχή προκαλεί απομάκρυνση οικονομικών δραστηριοτήτων και αυτή με τη σειρά της
προκαλεί φτώχεια. Υπήρχε η αριστερά που προκαλούσε στην αρχή ενοχές και μετά
φόβο; Ή μήπως η άρχουσα τάξη δεν είχε τα κότσια να επιβάλει την κοινή λογική; Ή
μήπως τέλος αυτό που λέγεται πνευματική ηγεσία είναι τόσο διεφθαρμένο και άρα
αδύναμο ώστε δεν μπόρεσε να αρθρώσει έναν στοιχειωδώς απλό ορθό λόγο;
Δεν μπορώ να ξέρω. Με πονάει τόσο
που δεν μπορώ να εκφέρω άποψη. Το βέβαιο είναι πως οι Πόντιοι δίνουν την
απάντηση. Ναι, το ηλιοστάσιο σε κάνει να φέρεσαι κάπως περίεργα, ναι,
χρειάζεσαι να μασκαρευτείς ίσως και να παρεκτραπείς αλλά πάντα δίπλα σου θα
υπάρχουν εξ ίσου μασκαρεμένοι αλλά πάντως νηφάλιοι και πειθαρχημένοι άνδρες που
θα σε επαναφέρουν στην τάξη. Αυτά εξάλλου που κρατούσαν δεν ήταν «κάτι σαν
σπαθιά». Ήταν σπαθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!