Όταν δεν μπορείς να αντέξεις την φτήνια την αδιαφορία, την ασχετοσύνη και, γιατί όχι, την διαφθορά του περιβάλλοντός σου το ρίχνεις απλά στην πλάκα. Κι αν έχεις και λίγο ταλέντο στην έμμετρη πλάκα. Έτσι κι ο συμπολίτης μου Γιάννης Αγγέλογλου.
Δεν άντεξε μια αθλιότητα και την έκανε ποιματάκι. Τι ποιματάκι δηλαδή. Έπος ολόκληρο.
Ανεξάρτητα από το πολιτικό ή φιλολογικό αποτέλεσμα ο κυρ Γιάννης δείχνει να το διασκεδάζει. Τόσο που έκανε τον Μάρτιο... Μέρτιο
Ας διασκεδάσουμε κι εμείς μαζί του.
Τρία
πουλάκια κάθονταν στης Βέροιας το γιοφύρι
-όχι
γιοφύρι ακριβώς, στις σκαλωσιές του, μάλλον,-
το
'να τηράει το παρελθόν, τ΄ άλλο τηράει το μέλλον
το
τρίτο το μικρότερο μοιρολογάει και λέει:
«Τρεις
Βεργιωτάδες Δήμαρχοι, σύμβουλοι εκατοντάδες,
δημοτικοί
υπάλληλοι, ίσαμε δύο χιλιάδες,
δεκαμελής
επιτροπή και καλοθελητές,
ταμίες
και διαχειριστές, συγχρόνως κι ελεγκτές,
γιοφύρι
θεμελίωναν στης Βέργοιας το ποτάμι,
ολημερίς
το μελετούν πάνω από δέκα χρόνια
το
χτίζανε και χτίκιαζε και μες στην καταφρόνια
κείται
σαν μαύρο λείψανο• κουφάρι αφημένο…
Μαύρη
μαυρίλα πλάκωσε, τι΄ν τούτα τα φορούσια
πώς
και ρημάξαν όλα εδώ, παρατημένα, ακούσια…
Χρόνια
πολλά μετέωροι, οι δίδυμοι πυλώνες
γιγάντιοι
κι ημιτελείς, να στέκουν σαν αγχόνες…
Και
το εργοτάξιο; Πένθιμο! Σαν νάναι κοιμητήρι
χάσκει
σαν ακατοίκητο τσιγγάνικο τσαντίρι…
Το
πρώτο το πετούμενο πήρε να κελαηδήσει
στην
απορία του μικρού αμέσως ν΄ απαντήσει,
δεν
κελαηδούσε όμως πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
μιλούσε
κάπως σφυριχτά, σαν νάταν δικηγόρος,
που
εξέχει από το ράμφος του σαν όρος ένας σπόρος
κι
είπε πως «θα επιβληθεί κάποιος καινούργιος φόρος!»
«Αλληλεγγύης»
θα τον πουν και σύμπνοιας στα γιοφύρια,
γιατί
οι νομοθέτες πια, είν΄ για τα πανηγύρια…
Ό,τι
υπήρξε ορατό το έχουνε θαμπώσει
και
όλα τα συνέδρια τα έχουν πια αλώσει,
με
πρώτο και καλύτερο το άνω ελεγκτικό.
Στον
κόσμο των πολιτικών το πάν είναι εφικτό.
Να
στέλνουν είναι ικανοί, σκληρά κατασχετήρια
εκκαθαριστικά
χοντρά, πλαστά ειδοποιητήρια,
διατάγματα
προεδρικά, λόγια εθνοσωτήρια…
Τ΄
ακούσαν δυο περαστικοί κι έγινε μέγας ντόρος
για
την ανθρώπινη φωνή, που ΄ χε ο μαντατοφόρος…
πολύ
σωστή, προφητική, για τα μελλούμενά τους
να
θέτει τα καινούργια τους, προαπαιτούμενά τους…
Το
δεύτερο πετούμενο κελάηδησε και είπε,
«εισαγγελείς
δε φάνηκαν, μήτε επιθεωρητάδες
να
δώκουν «το ελεύθερο» να βγούνε τα καλούπια
να
φάει η μύγα σίδερο κι ατσάλι το κουνούπι
με
άσφαλτο γεφυρωτό να στρώσουν το γιοφύρι,
να
βγαίνουν οι Βεργιώτισες νωρίς στο παραθύρι
κι
αργότερα στο σούρουπο πάλι στο μεϊντάνι
να
δείχνουνε τα κάλλη τους στης βόλτας το σεργιάνι»
Αυτά
είπε και σώπασε και στάθηκε ν΄ ακούσει,
γιατί
αχός πλανήθηκε στη ρεματιά ως πέρα,
φορτίζοντας
δυναμικά με λόγια τον αέρα
σημάδι
που προμήνυε πως βάσανα ακούσια
έρχονται
πάντα συνεπή σαν λήγουν τα τσιμπούσια
και
αν τα μαχαιροπήρουνα ακόμα σπίθες βγάζουν
πάλι
οι καρέκλες σέρνονται κι οι πρόκριτοι αλλάζουν
τα
πρόβατα ανησυχούν και τα αρνιά βελάζουν...
«Εισαγγελέας
δεν έρχεται, μήτ΄ επιθεωρητάδες»
ανταποκρίθηκε
η ηχώ, απ΄ τις σπηλιές των βράχων,
«γιοφύρι
εδώ δεν κτίζεται κι αν κάποτ΄ εκκινήσει
θ΄
αλλάζουν οι σχεδιασμοί, θ΄ αλλάζουν κι οι μελέτες,
θα
μπαίνουν καρυκεύματα πλούσια στις ομελέτες,
και
μ΄ ένα αέναο ρυθμό, σαν κόασμα βατράχων
αιφνίδια
η επιτροπή η δεκαμελής των βλάχων
θ΄
αποφασίσει μουλωχτά και εν μέσω παλαιμάχων
πώς
τα λεφτά της δωρεάς των αδελφών των Κούσιων
να
γυροφέρουν μυστικά με το τουπέ των πλούσιων
πώς
θα αλλαχτούν λογαριασμό και τράπεζες θ΄ αλλάξουν
και
οι ενδιαφερόμενοι κι οι ενοχληθείς να πάψουν
και
τις διαμαρτυρίες τους σε εγκώμια ν΄ αλλάξουν.
Πρόεδρος
πάντα διαιτητής κι ας είναι ζαβολιάρης
σιμά
του πάντα ένας γιατρός οργίλος κι αλανιάρης
κι
ένας αρχιμηχανικός δασύτριχος μοιραίος
μόνιμος
παραδήμαρχος και ελαφρώς ακραίος
πρωταθλητής
στο πάγωμα σαν τον θεό τον Άρη
δεν
πρόκειται ν΄ αποφανθεί αν δεν του τάξουν χάρη
αυτό
που όλοι τούμπανο κι η πόλη έχει καμάρι
η
Κώσταινα επανέρχεται με απτά εκατομμύρια
που
αν στα εναπομείναντα της δωρεάς αθροίσουν,
άσφαλτο
θα προμηθευτούν να στρώσουν στο γιοφύρι
και
κολονάκια πράσινα να το στολίζουν στ΄ άκρα,
να
βγαίνουν οι Βεργιώτισσες, στη βόλτα στο σεργιάνι
να
στέλνουν χαιρετίσματα στον Κώστα Τσιλογιάννη»
που
όλους τους λογαριασμούς τους έχει εξυγιάνει
κι
αγαλλιάζει η ψυχή των δωρητών κει πάνω
που
δεν επρόκαμαν να διούν γιοφύρι όσο ζούσαν
να
πιάνει τόπο η δωρεά στην πόλη που αγαπούσαν
κάποιοι
είχαν τη ευχέρεια ν΄ αλλάζουνε το πλάνο.
Αγωνιούν
οι σύμβουλοι τρέμουν οι αντιδημάρχοι
που
κάθε τόσο ψήφιζαν τις δόλιες εισηγήσεις
κάνοντας
στον ανάδοχο, μεγάλες υποκλίσεις
και
ψήνοντας στην τύφλα τους μελέτες για ομελέτες.
Κάποιοι
από κάτω θύμωσαν και σιγομουρμουρίζουν
ποιος
άραγε τόχε σκεφτεί, παρέμενε μυστήριο
μα
ένας Παυλίδης γέλαγε με γέλιο δηλητήριο…
«Εγώ
το σκέφτηκα παιδιά, η γέφυρες με φτιάχνουν
με
φτιάχνουν σαν παράκαμψη με φτιάχνουν σαν ιδέα
κι
αν αστικός δεν ήμουνα, γεφυροποιός θε νάμουν,
Βγάλτε
με εμένα Δήμαρχο να ιδείτε άσπρη μέρα
να
διείτε το γιοφύρι μας τις όχθες να ενώνει
εγώ
σε έργα αυθαίρετα έχω χρυσή καριέρα…
Ο
Δήμαρχος σαν τ' άκουσε πολύ του εκακοφάνει.
Ψηλή
φωνή εσήκωσε, τον Άρη του, φωνάζει
γνέφει
και του Τηλέμαχου να σνάξει τους συμβούλους
να
στείλει σ΄ όλους πρόσκληση και στους αντιδημάρχους
να
βγάλουν τα απόρρητα αρχεία της Χαρούλας
απαλλαγή
υποσχόμενοι στην άκρη των δαιδάλων
και
κλείσιμο λογαριασμών στους δρόμους των δασκάλων
κι
απαρχής το πιάσουνε πιο κάτω απ΄ τη Μπαρμπούτα,
που
'ναι οι όχτες δυνατές ψηλά τα μετερίζια…
χοντρός
μπελάς να αποφευχθεί μ΄ αυτόν τον εργολάβο…
«Άρη
μου νοίκιασε τσαπιά και μια-δυο μπετονιέρες
σοβάτισε
τις όχθες του μέχρις να βγει γυαλάδα
οι
εργάτες να ιδροκοπούν, να βγάζουν σαπουνάδα
χιλιάδες
πάκα τα ευρώ σχεδόν ΄κατόν πενήντα
να
ορίσει η επιτροπή να πάρει ο εργολάβος
να
δώσει ευνοϊκή χροιά ως νέος αστρολάβος
σε
συμφωνία να μείνουμε, μην οργιστεί και φύγει.
Καρδιά
αντιδημάρχοι μου, σύμβουλοι μη φοβάστε!
Σταθείτε
όρθιοι σα Γραικοί σαν ήρωες Βεργοιωτάδες
γερά
ν΄ ανταπεξέλθουμε κι οι δικαστές ας έρθουν
τρεις
δικηγόρους έχουμε, συν Γιάννη Καπανίδη
πρόεδρο
διατελέσαντα του ιστορικού συλλόγου,
τον
βραβευμένο ηθοποιό τον Γιώργη Παπαστέργιο
που
οι αυτοτελείς του ισχυρισμοί γράψανε ιστορία
και
δεν λαθέψανε ποτές όποιον κι αν είχε στόχο…
μ΄
αυτόν που οι Βλάχοι γνώρισαν σαν χοντροξενοδόχο
Μα
κι άλλοι γλωσσαμύντορες, ο πρόεδροΖυγουλιάνος
βράχος
της νομιμότητας και του ηθικού βαρδιάνος…
από
κοντά κι ο Δήμαρχοι, οι πρώην και επιζώντες
με
τη Χαρούλα αρχηγό σαν νέα Μπουμπουλίνα
οι
αντιδημάρχοι οι άδικα διπλά κυνηγημένοι
κι
αυτοί σιμά να στέκονται κάπως απορημένοι
ακόμη
δεν σχωρέθηκαν απ΄ τα παλιά τους βίτσια
γι΄
αυτό και δεν ορίστηκαν σε κάποια απ τα αφίτσια
έτοιμα
νάναι τα παλιά και νέα φυσεκλίκια
στα
ίδια εξωφρενικά, ίδια μασκαραλίκια,
με
πρώτο και καλύτερο τον Γιάννο τον Χασιώτη
με
την διπλή, σφιχτά διπλή, σχέση του με τα έργα:
τη
μια φορά ως δήμαρχος, την άλλη ως δικηγόρος
καθώς
γι αυτά που τέλειωσαν καρπώθηκε τη δόξα
για
κείνα όμως που ρήμαξαν τρέχει στα Εφετεία
να
δει κι αυτός προσεκτικά της γέφυρας τα τόξα
να
σώσει όπως έλεγε, τη μπάλα απ΄ τα σφαγεία,
που
έστελνε η Σουτζούκα τους και πως να τη μαζέψουν
που
δεν μπορεί να μαζευτεί, αν πριν δεν ξεπεζέψουν...
συνεχίζεται
Βρε αναξιόπιστε μπάρμπα Χατζηευτράπελε, σμέρτιε και στο ΄στειλα να το δεις κι αμέσως το ανάρτησες ημιτελές και αδιόρθωτο; Κατέβασέ το γρήγορα, αδιόρθωτε και καυλωμένε μη το δουν ο Χατζητηλέμαχοι και μου κόψουν την καλημέρα! Μέρτιοι ειδοί τόκανες... ( Λατινικά: idus : ήμισυ) Αιδώς! Ντροπή σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγγέλογλου Ιωάννης
Σε είπα. Θα το αλλάξω με το διορθωμένο. Στείλε το διορθωμένο.
Διαγραφή