Σπουδή σε μια μικρή κοινότητα της Μακεδονίας.
Πρόκειται για οικονομικό όρο ο οποίος περιγράφει μια κοινωνική κατάσταση. Την άρνηση εκ μέρους του πληθυσμού να αναλάβει πρωτοβουλίες και την εμμονική του προσκόλληση στα κεκτημένα του δικαιώματα. Αυτά φυσικά γίνονται μέσα από μια κρατική παρέμβαση η οποία μοιράζει και ξαναμοιράζει ένα συνολικό προϊόν το οποίο μοιραία μειώνεται με ρυθμούς που δεν γίνονται αντιληπτοί από χρόνο σε χρόνο. Αυτή είναι μια κατάσταση που ζήσαμε στην Ελλάδα τις δεκαετίες από το ’80 έως το 2010. Φυσικά επειδή η αριθμητική δεν είναι συνωμοσία το διαβρωμένο αυτό οικοδόμημα κατέρρευσε. Σήμερα κοιτάμε ο ένας τον άλλον δοκιμάζοντας λύσεις. Άλλες πετυχαίνουν κι άλλες όχι.
Σε μικρογραφία αυτό έγινε και στη μικρή κοινωνία που εξετάζεται. Δεν αξίζει τον κόπο να ψάξουμε το τι και το πως. Οφείλουμε να βρούμε λύσεις. Κάποιες λύσεις αφορούν νέους που τώρα μπαίνουν στην οικονομικά ενεργή ηλικία άλλες άτομα παραγωγικής ηλικίας και κάποιες, γιατί όχι, και άτομα που έχουν αποσυρθεί από την παραγωγή. Η κεντρική ιδέα πάντως της προσπάθειας ονομάζεται εξωστρέφεια. Μια στάση η οποία θα έλεγε κανείς πως δεν έχει ηλικία.
Αυτή η εξωστρέφεια δεν είναι ένα κάλεσμα για μια τιτάνια προσπάθεια. Αντίθετα είναι μια συλλογική ήπια αλλαγή στάσης μέσα από την οποία το άτομο, η οικογένεια και η κοινωνία αποφασίζουν ότι αυτό που έχουν δεν τους φτάνει και οργανώνουν την στρατηγική τους για το πως θα το αυξήσουν. Πρώτα απ’ όλα συνειδητοποιούν την θέση τους ορίζουν στόχους και μετά βρίσκουν νέους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους, νέους συμμάχους και εταίρους, νέους δρόμους επικοινωνίας. Κυρίως μέσα από όλα τα παραπάνω ξανακτίζουν την στάση τους απέναντι στην πραγματικότητα την οποία αλλάζουν όπως αλλάζουν κι αυτοί οι ίδιοι.
Τον 20ο αιώνα η πατρίδα μας επιδόθηκε δύο φορές σε μια τέτοια προσπάθεια και τα κατάφερε. Η πρώτη ήταν η τετραετία 1928-1932 όταν η χώρα έχοντας κερδίσει νέο αίμα από την υποδοχή των προσφύγων πολλαπλασίασε την γεωργική της παραγωγή και γενικά πέτυχε δείκτες αναπτύξεως που την τοποθέτησαν 2η στον κόσμο με πρώτη την τότε ΕΣΣΔ.Η δεύτερη φορά ήταν αμέσως μετά την συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας και για 25 ακόμη χρόνια οπότε και η χώρα ευτύχησε να δει καλούς πρωθυπουργούς οι οποίοι ασκώντας χρηστή οικονομική και νομισματική πολιτική οδήγησαν τον ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας στην 3η και μετά στην 2η θέση παγκόσμια. Και στις δύο περιόδους η αντίληψη των πραγμάτων ήταν ίδια. Οι άνθρωποι δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά που είχαν και θέλησαν κι άλλα. Εμπιστεύτηκαν όσους ήξεραν να «κάνουν την δουλειά» και μεγαλούργησαν.
Οι δεκαετίες που πέρασαν μεγέθυναν την κρατική παρέμβαση αύξησαν τους εξαρτώμενους από τις κρατικές ενισχύσεις (σ΄όλη την κοινωνική κλίμακα) και εν τέλει ήρθε η χρεωκοπία. Σήμερα είμαστε σοφότεροι, πιο αδύναμοι είναι αλήθεια αλλά έχουμε πάρει το μάθημά μας. Όλα τα παραπάνω μπορούν με στοχαστικές προσαρμογές να εφαρμοσθούν και σε μικρές κοινωνίες σαν αυτή που εξετάζερται. Μια μικρή κοινωνία που δεν διαφέρει σε τίποτα από την υπόλοιπη χώρα εκτός ίσως από το μέγεθός της.
Ας δούμε τι έχουμε.
Έχουμε ένα μικρό δήμο με έναν συνεκτικό οικισμό που δεν έχει χάσει τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Πολίτες που γνωρίζονται μεταξύ τους με συγγενείς σε Ευρώπη και Αμερική. Ένα καλό κλίμα, λίγο κρύο για τα Ελληνικά δεδομένα αλλά πολύ ζεστό για τα Ευρωπαϊκά, κανέναν σημαντικό οδικό άξονα σε απόσταση 30 Km και φυσικά θέα σε μια υπέροχη τεχνητή λίμνη. Ο Δήμος, ως διοικητική μονάδα, είναι πρόσφατος και δημιουργήθηκε από μια ιδιοτροπία της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας. Έχει ανεπαρκή οργάνωση και είναι υποστελεχωμένος, κατάσταση που μπορεί να γίνει ευνοϊκή, αν εξεταστεί από μια δημιουργική οπτική. Η βιομηχανική υποδομή της περιοχής περιορίζεται στην γεωργική μεταποίηση (συσκευαστήρια φρούτων, οινοποιεία κι ένα αποστακτήριο αιθέριων ελαίων), υπάρχει κτηνοτροφία και ένας αδύναμος τομέας τουριστικών υπηρεσιών. Αυτά είναι λίγο πολύ τα πράγματα και δεν είναι τυχαίο ότι ο οικισμός βιώνει μια δημογραφική κατάρρευση.
Η αντίστροφη πορεία μπορεί να αρχίσει από πράγματα πολύ πεζά κι καθημερινά. Ας πούμε την διαχείριση των σκουπιδιών. Την λεγόμενη ανακύκλωση.
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ανακύκλωση στην χώρα όλη είναι ίδιος με αυτόν που θα λειτουργούσε και στην Γερμανία ή την Ελβετία αν έλειπαν από εκείνες τις χώρες οι δρακόντειες ποινές και η άγρυπνη αστυνόμευση αυτής της δραστηριότητας. Εδώ δεν έχουμε την ωριμότητα να ζητήσουμε από τους πολίτες να ανακυκλώνουν τα απορρίμματά τους, άλλωστε μόλις πριν λίγα χρόνια απαιτούμε απ΄αυτούς να πετάνε τις σακούλες στους κάδους, δεν μπορούμε να ασκήσουμε αστυνόμευση και φυσικά για ποινές ούτε λόγος. Πρέπει λοιπόν να αντλήσουμε στοιχεία από την παράδοσή μας για να δούμε πως θα βάλουμε αυτήν την απλή κοινωνική λειτουργεία να δουλέψει. Η λύση έρχεται από την ιδιοτέλεια που επιδεικνύουν οι Έλληνες στη διαχείριση των κοινών πραγμάτων και ένα από αυτά είναι τα οικιακά απορρίμματα. Το σκεπτικό γίνεται κατανοητό αντλώντας παραδείγματα από την βιομηχανία. Η βιομηχανία έχει παραπροϊόντα. Πχ η κονσερβοποιία ροδακίνων παράγει κουκούτσια, η βυρσοδεψία παράγει λίπη κλπ. Αν τα παραπροϊόντα είναι καθαρά δηλαδή δεν είναι ανακατωμένα με άλλα υλικά είναι εμπορεύματα μικρής αξίας βέβαια αλλά είναι εμπορεύσιμα υλικά. Ερχόμενοι στην οικιακή δραστηριότητα παρατηρούμε ότι και αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παραπροϊόντα. Αυτά προέρχονται είναι κυρίως από συσκευασίες, απορριπτόμενες συσκευές και παρελκόμενά τους (μπαταρίες πχ), αλλά και υπολείμματα τροφών έως παλιά ρούχα και παπούτσια. Αν αυτά τα υλικά ανακατωθούν χωρίς τάξη είναι άχρηστα άρα είναι απορρίμματα. Αντίθετα αν είναι ξεχωρισμένα είναι εμπορεύσιμα. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των υλικών είναι, Χαρτί, πλαστικά, αλουμίνιο, γυαλί. Στη συνέχεια είναι καμένα τηγανέλαια, ρούχα. Το χαρτί πουλιέται γύρω στα 40 €/τόνο, τα πλαστικά διατίθενται στην Κίνα και παλιά στην Τουρκία, για το αλουμίνιο υπάρχει αγορά στην Ελλάδα και για το γυαλί στην Γερμανία. Ανακύκλωση γίνεται και στα τηγανέλεια που μετατρέπονται μετά από μια στοιχειώδη διύλιση σε καύσιμο και τα ρούχα άλλα δίνονται για χρήση και άλλα σε μονάδες επεξεργασίας ρακών. Αν ένα νοικοκυριό ανακυκλώνει με συγκροτημένο και πειθαρχημένο τρόπο την πρώτη ομάδα υλικών( Χαρτί, πλαστικό, αλουμίνιο και γυαλί) μειώνει τον παραγόμενο όγκο σκουπιδιών του κατά 60% κατ΄ελάχιστον. Άρα απαλλάσσει τον δήμο από την υποχρέωση να διαχειριστεί 200Κg/άτομο*έτος ποσότητα σκουπιδιών. Μπορεί όμως ένα νοικοκυριό να κάνει ανακύκλωση των σκουπιδιών του σε τρόπο ώστε να βγάλει χρήματα; Όχι αν το κάνει από μόνο του. Με βάση τα παραπάνω η λύση εμφανίζεται μόνη της. ο Δήμος αλλάζει τον κανονισμό καθαριότητος προσθέτοντας ένα άρθρο στο οποίο θα λέει πως όσα νοικοκυριά συμμετέχουν σε εταιρείες ή συνεταιρισμούς που εμπορεύονται υλικά που προέρχονται από ανακύκλωση οικιακών απορριμμάτων του δήμου και μπορούν να βεβαιώσουν την παράδοση τέτοιων υλικών από κάθε ξεχωριστό νοικοκυριό θα έχουν έκπτωση όσο το κόστος διαχείρισής σκουπιδιών ίσης μάζας. Φυσικά δεν πρόκειται αυτόματα να φτιαχτούν νομικά πρόσωπα και υποδομή αλλά θα είναι μια αρχή.
Η δεύτερη δραστηριότητα είναι η διαχείριση του νερού.
Η διαχείριση του νερού είναι αρκετά πολύπλοκη δραστηριότητα. Ξεκινά από την εξόρυξη και καταλήγει στην διάθεση των επεξεργασμένων αποβλήτων. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ΔΕΥΑ η διαχείριση του κύκλου του νερού μπορεί να γίνει από ιδιωτική εταιρεία. Όλη ή τεμαχισμένη. Πρόκειται για μια απόφαση που δεν τολμάει να πάρει κανείς αυτοδιοικητικός πολλώ δε μάλλον να την εντάξει στο εκλογικό του πρόγραμμα. Η ατολμία σχετίζεται με τον φόβο απέναντι στην ριζωμένη αντίληψη ότι «οι κακοί ιδιώτες θα κλέψουν το νερό και θα το πουλήσουν στους φτωχούς πολίτες ακριβά». Αναληθές. Η ανάθεση θα γίνει με διαγωνισμό με εγγυητικές επιστολές, συμβόλαια διασφαλίσεις τιμών και ποιότητας υπηρεσιών. Έτσι οι πολίτες θα απολαύσουν ένα προϊόν (το νερό στη βρύση είναι προϊόν, δώρο του Θεού είναι στην πηγή) σταθερής και καλής ποιότητας σε διασφαλισμένη και χαμηλή τιμή.
Η τρίτη δραστηριότητα που σημαδεύει έναν μικρό δήμο είναι η διαχείριση του προβλήματος των αδεσπότων. Τα αδέσποτα παράγονται από τα εγκαταλελειμμένα δεσποζόμενα. Ο έλεγχος των δεσποζομένων οφείλει να είναι αυστηρός. Η Νομοθεσία υποχρεώνει τους Δήμους να ακολουθήσουν σαφείς κανόνες. Αρκεί κάποιος να την διαβάσει. Όσον αφορά στα αδέσποτα που ήδη υπάρχουν η λύση είναι η σίτισή τους σε οικόπεδα εκτός πόλεως. Μια απλή εκπαίδευση μερικών υγειών αρσενικών σε ανταπόκριση σε σήμα υπερήχων θα τα οδηγεί αυτόματα εκτός του οικισμού. Εκεί θα μένουν τις περισσότερες ώρες τη μέρα επειδή αυτά θα το επιλέγουν. Φυσικά θα υπάρχουν μικρά στέγαστρα που θα διευκολύνουν την κατάσταση. Αυτές οι συγκεντρώσεις ζώων θα επιτρέπουν ταχείες στειρωτικές επεμβάσεις προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθυσμός τους. Ακόμη μέσω της τροφής θα μπορεί να χορηγηθεί μαζικά και αντιλυσσικό (τουλάχιστον) εμβόλιο.
Οι τρεις παραπάνω τομές στην κοινωνική και οικονομική ζωή θα δώσουν το μήνυμα ότι σ’ αυτήν την γωνία της χώρας γίνεται κάτι σημαντικό, οπότε μπορούν να αρχίσουν οι καθ’ αυτώ δράσεις παραγωγής πλούτου. Ο τίτλος που τις καλύπτει ονομάζεται προσέλκυση επενδύσεων.
Οι επενδύσεις που οφείλει να προσεγγίσει ένας δήμος σχετίζονται κατ’ αρχήν με το real estate. Τέτοιες είναι
1. Οι επιχειρηματικές περιοχές. Οι περιοχές αυτές ήταν γνωστές σαν βιομηχανικές περιοχές (ΒΙΠΕ). Σήμερα πλέον εκτός από την βιομηχανία προβλέπεται από τον αντίστοιχο νόμο να περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως logistics, τουριστικές υπηρεσίες, κτηνοτροφία, ειδικές καλλιέργειες, υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης. Μια άλλη καινοτομία που εισήγαγε ο Νόμος του ’96 είναι ότι οι περιοχές αυτές ΔΕΝ είναι πλέον δουλειά των τραπεζών (παλιά κατασκευαζόντουσαν από την Τράπεζα Αναπτύξεως που ήταν κρατική) αλλά ιδιωτικών εταιρειών.
1.1. Για προσελκυστούν όμως ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία θα οργανώσουν τις περιοχές αυτές επενδύοντας χρήματα σε υποδομές τις οποίες κάθε δραστηριότητα χρειάζεται πρέπει να έχουν οριστεί χώροι στους οποίους θα μπορούν να εγκατασταθούν. Για να γίνει σαφές μια ΕΠΠΕ έχει έκταση 100 έως 200 στρέμματα για να είναι βιώσιμη. Από την άλλη η ευρύτερη περιοχή στην οποία θα κριθεί ότι μπορεί να εγκατασταθεί θα είναι 1000 έως και 5000 στρέμματα. Χρειάζεται δηλαδή μια χωροταξική μελέτη που θα ορίζει αυτές τις ευρύτερες ζώνες. Ένα ΣΧΟΟΑΠ (Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων ) όπως λέγεται με βάση την Ελληνική Νομοθεσία.
1.1.1.Το σχέδιο αυτό θα το εκπονήσει ασφαλώς ειδικευμένο τεχνικό γραφείο στο οποίο θα ανατεθεί κατόπιν προσεκτικής επιλογής. Αυτό όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται και μια ευρεία συζήτηση. Παθιασμένη, πολιτισμένη δεν έχει σημασία. Πρέπει να συμμετέχουν όλοι αν είναι δυνατόν. Κι αυτό είναι κάτι που μια μικρή κοινωνία το επιτρέπει. Ανεξάρτητα πάντως από την προφορική εκδοχή της συζήτησης πρέπει να γίνει και ένα crowdsourcing μια καταγραφή προτάσεων δηλαδή σε μια ανοικτή ψηφιακή πλατφόρμα. Η καταγραφή αυτή θα αποτελέσει στοιχείο του σχεδιασμού (μελέτης).
1.2. Η επόμενη κίνηση θα είναι η προσέγγιση επενδυτών. Αυτή έχει δύο ανεξάρτητους δρόμους
1.2.1.Ο πρώτος είναι ο έμμεσος. Δηλαδή η έκθεση της μελέτης (ΣΧΟΑΑΠ) σε παγκόσμιο εύρος δηλαδή στο διαδίκτυο και σε Ελληνικά και Αγγλικά τουλάχιστον. Είναι ένας τρόπος όπου ο στόχος είναι απλωμένος και ανώνυμος.
1.2.2.Ο δεύτερος είναι η εστιασμένη προσέγγιση πιθανών επενδυτών. Εδώ απαιτείται πλήρης και ειλικρινής φάκελος κατ’ αρχήν και άρτια κάλυψη όλων των ερωτημάτων που θα τεθούν από αυτούς. Απαιτείται δηλαδή τεράστια προετοιμασία.
1.3. Από την στιγμή που αρχίσουν να επενδύονται χρήματα στο real estate των ΕΠΠΕ η προσπάθεια να προσελκυστούν επενδυτές σε παραγωγικές μονάδες γίνεται πιο εύκολη. Έχει όμως τα ίδια χαρακτηριστικά με την προηγούμενη.
2. Οι αναζωογόνηση των οικισμών. Ο πιο γρήγορος και μοντέρνος τρόπος είναι να εγκατασταθούν νέοι κάτοικοι με υψηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο στους υπό παρακμή οικισμούς του δήμου. Η πληθυσμιακή ομάδα που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν την απαίτηση είναι οι ονομαζόμενοι «ψηφιακοί νομάδες». Άνθρωποι δλδ που δουλεύουν σε μεγάλες (ή μικρές) εταιρείες αιχμής με την μέθοδο της τηλεργασίας. Για να έρθει αυτή η ομάδα χρειάζεται κατ’ αρχήν ένα πανίσχυρο ψηφιακό δίκτυο. Οπτικές ίνες και διασυνδέσεις.
2.1. Δεν φτάνει όμως μόνον το τηλεματικό δίκτυο. Απαιτείται και ένα νοικοκύρεμα των οικισμών προκειμένου να τους κάνει ελκυστικούς καθώς και μια σειρά άλλων υπηρεσιών που δεν είναι σαφείς στην Ελληνική αγορά.
Οι παραπάνω προβληματισμοί μπορούν να αποδώσουν καρπούς. Θα παρατηρήσει κανείς πως λείπει απ’ αυτούς η συμμετοχή του κράτους και των κρατικών έργων ή προμηθειών. Όχι πως δεν τα χρειάζεται αυτά ένας οικισμός. Δεν μπορούν όμως να είναι το βασικό ζητούμενο. Σε τελευταία ανάλυση μέχρι σήμερα έκαναν παραπάνω κακό απ’ ότι καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!