Θυμάμαι πως πριν καμιά τριανταριά χρόνια όταν
διάβασα το «Όνομα του Ρόδου» του Έκο (όλη η γενιά μας το είχε διαβάσει) είχα
εντυπωσιαστεί με την παρομοίωση των βιβλίων που συνομιλούσαν μεταξύ τους.
Πράγματι τα βιβλία συνομιλούν και αυτό το ξέρουμε όλοι. Βασικά οι άνθρωποι
συνομιλούν σε κάποιον εικονικό
κόσμο όπου ο χρόνος κυλά με διαφορετικούς ρυθμούς. Το ίδιο γίνεται και στο
διαδίκτυο. Βέβαια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι άνθρωποι συνομιλούν ή
συγκραυγάζουν αλλά τι διαφορά έχει; Όλα τα ζώα το ίδιο δεν κάνουν άλλωστε; Αυτά
σκεφτόμουν διαβάζοντας δύο κείμενα στο liberal.gr. Το ένα του Γιάννη Σιδέρη και το άλλο του Γιώργου Καραμπελιά. Τα παραθέτω και τα
δύο υποκύπτοντας στον πειρασμό να κάνω μια προσθήκη
Οι
πειθήνιοι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ
Κάπου έχει ξεστρατίσει εντελώς η λογική στη χώρα.
Διαβάζεις τις δηλώσεις Σκουρλέτη σε κομματική εκδήλωση στον Πειραιά, ότι αν
δουν την κυβέρνηση να συμβιβάζεται με τα μέτρα λιτότητας (τα μέτρα που
λαμβάνει) «θα είναι το πρώτο βήμα της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς».
Αναρωτιέσαι πόσοι, ακούγοντάς τον, μειδίασαν ειρωνικά και πόσοι σηκώθηκαν
εκνευρισμένοι να φύγουν. Εικάζουμε κανείς, αφού οι παραμένοντες εύπιστοι
ακροατές του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν μετατραπεί στο πλέον πειθήνιο πολιτικό κοινό από την
μεταπολίτευση.
Ναι, σαφώς υπήρχε ένα τμήμα δεξιών, ιδιαίτερα των
μεγάλων ηλικιών, που οικογενειακώς ήταν ταγμένοι στην Δεξιά, που δεν τους
απασχολούσαν ριζοσπαστικοί φιλελευθερισμοί και άλλα καινά δαιμόνια. Αυτά ήταν
για τους «σπουδαγμένους». Πάππου προς πάππου, από παράδοση, ψήφιζαν την
παράταξή τους, χωρίς προβληματισμούς κριτικές διαθέσεις.
Ναι, σαφώς υπήρχε ένα τμήμα ΠΑΣΟΚων, που δεν τους
απασχολούσαν σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί της κοινωνίας, ούτε είχαν
ακούσει, ούτε τους ένοιαζε, περί των αντιθέσεων μητροπολιτικού
καπιταλισμού και εξαρτημένης περιφέρειας, που έλεγε ο Αντρέας. Αυτό το τμήμα
ερχόταν από το Κέντρο, ως οικογενειακή παράδοση , ή από την εποχή των αγώνων
για το κυπριακό και τη δημοκρατία. Ακολουθούσε τον Αντρέα, έπινε
νερό στο όνομά του, εχθρευόταν βαθειά όποιον του έκανε κριτική ή τον
αντιπολιτευόταν.
Ωστόσο οι προαναφερθείσες κατηγορίες πολιτικών οπαδών
είναι παραδοσιακές πολιτικές συμπεριφορές, δεν συγκρίνονται και δεν
δικαιολογούν την υποταγή των Συριζαίων οπαδών.
Υποτίθεται αυτοί αποτελούσαν ένα μικρό ιδιαίτερο
κοινό, που είχε κάποια πολιτική ποιότητα. Είχαν ξεσκονίσει κάποια αριστερά
βιβλία, διάβαζαν εφημερίδες και είχαν άποψη γι αυτές. Ήταν υποψιασμένοι, έστω
και καθ’ υπερβολήν, «για το ρόλο που παίζουν». Ασχολούνταν με τα κοινωνικά
προβλήματα και διεκδικούσαν τη λύση τους (συνήθως με λάθος τρόπο, αλλά
διεκδικούσαν), ένιωθαν συνεχιστές της ιστορίας της αριστεράς, όχι αυτή που
γνωρίζει ο μέσος Έλληνας, αυτή που φαντασιώνονταν οι ίδιοι, μετά ηθικού
πλεονεκτήματος).
Στην πενταετία του έξαλλου αντιμνημονιακού αγώνα, δεν
αναγνώριζαν τα προβλήματα που μας έφεραν στη χρεοκοπία. Τα αντιμετώπισαν σαν
μια συνωμοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού προκειμένου να υποδουλωθεί ο
λαός και να ξεπουληθεί η χώρα. Ασπάστηκαν κάθε μισαλλόδοξη άποψη και κραυγή,
απλοποίησαν τις λύσεις και έδειξαν διατεθειμένοι να τις υπερασπιστούν με κάθε
κόστος. Σε κάθε περίπτωση ήταν το πλέον πολιτικοποιημένο και ενεργοποιημένο οπαδικό
τμήμα του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος (το ΚΚΕ είναι άλλης
κατηγορίας).
Μένεις με την απορία, πως ένα τέτοιο
ριζοσπαστικοποιημένο κοινό, μπορεί να αποδέχεται τις αστείες δικαιολογίες
Σκουρλέτη, την στιγμή που η κυβέρνηση σφαγιάζει δικαιώματα, πετσοκόβει μισθούς
και συντάξεις. Η διαφορά ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ …δεν τα αποδέχεται, δεν έχει την
ιδιοκτησία τους (παρότι η ιδιοκτησία είναι δεδομένη αφ΄ ής στιγμής τα εφαρμόζει),
δεν πείθει καθώς τα υλοποιεί υποτακτικά, για να κερδίσει λίγο ακόμα καιρό στην
εξουσία.
Παράλληλα ο υπουργός, και ηγετικό στέλεχος του κομματικού
ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο εκτίμησε πως δεν θα υπάρξει γενναία αναδιάρθρωση του χρέους
(άλλη μια… ένδοξη επιτυχία των κυβερνητικών επιδιώξεων, την οποία βεβαίως
απέδωσε στις «ακαμψίες της Ευρώπης»), ενώ συμπλήρωσε: «Η Ελλάδα είναι
πειραματόζωο, όχι μόνο για να εφαρμόζονται ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές,
αλλά για να αρχίζει να εμπεδώνεται η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, με τις
διευρυμένες ανισότητες».
Και ο ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστική Αριστερά, δέχεται - έστω
και γογγύζοντας - να παίξει το ρόλο του εργαλείου στο ευρωπαϊκό κοινωνικό
εργαστήριο, ώστε να συνεχίσει να είναι η χώρα πειραματόζωο στις ακραίες
νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τη Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων;
Η κριτική δεν επικεντρώνεται στον υπουργό, που από
στέλεχος του 3,5% βρέθηκε στη θέση να κυβερνά τη χώρα, άρα με κάθε μέσο θα
υπερασπιστεί την εξουσία του. Ούτε επικεντρώνεται στο πρόσωπο Σκουρλέτη. Θα
μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε υπουργός. Έτυχε αυτές να είναι οι πιο πρόσφατες
και εμβληματικές δηλώσεις που διαβάσαμε.
Ούτε καν κάνουμε κριτική. Απορία εκφράζουμε. Πως είναι
δυνατόν αυτός ο κόσμος των οπαδών, αυτοί που είχαν πεισθεί ότι οι προηγούμενοι
ήταν Εφιάλτες, Πηλιογούσηδες, Νενέκοι και Τσολάκογλου, να εξακολουθούν, να
δέχονται, να αιτιολογούν, να στηρίζουν και να ψηφίζουν, αυτές τις λογικές
και αυτές τις πρακτικές, που τόσο μίσησαν και τόσο πολέμησαν;
Η εύκολη εξήγηση ότι σιωπούν μήπως βρουν μια θέση στο
δημόσιο, είναι αγοραία και ισοπεδωτική, και η στήλη δεν την αποδέχεται. Η
πλειοψηφία τους δεν έμεινε τόσα χρόνια στα μίζερα ποσοστά 3-3,5% , μήπως έρθει
κάποτε στην εξουσία το κόμμα τους και τους αποκαταστήσει. Αν ήταν έτσι θα είχαν
πλεύσει πιο νωρίς για άλλες πολιτείες. Η υποτακτική συμπεριφορά τους ξεπερνάει
τις δυνατότητές μας να απαντήσουμε. Παραμένουμε στη διαπίστωση ότι έχουν
μετατραπεί στο πιο πειθήνιο κοινό του κοινοβουλευτικού
συστήματος.
…και η απάντηση
Οι
βαθιές ρίζες του ενδοτισμού
Ένα φαινόμενο που έχει εκπλήξει ακόμα και τους πιο
ακραίους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αξιοθαύμαστη συνοχή την οποία
επιδεικνύουν απέναντι σε όλες τις υποχωρήσεις, τις παλινωδίες, τις προδοσίες,
τα καραγκιοζιλίκια τα οποία διαπράττει η ηγεσία τους. Αυτοί εκεί, «μπετόν
αρμέ». Όπως βέβαια και οι συγκυβερνήτες τους, των ΑΝΕΛ.
Βεβαίως, έχουν επανειλημμένα τονιστεί αρκετές από τις
αιτίες αυτής της συμπεριφοράς: Πρόκειται για τυχάρπαστους οι οποίοι, αφού
ανέβηκαν στην εξουσία ως εκ θαύματος –εξαιτίας της κρίσης–, γνωρίζουν πως αυτή
η ευνοϊκή συγκυρία δεν πρόκειται
να ξαναέλθει και γι’ αυτό μένουν γαντζωμένοι στις καρέκλες τους μέχρι τελικής
πτώσεως· οποιαδήποτε «προδοσία» και αν διαπράξουν απέναντι στις υποσχέσεις και
τις ιδεολογίες τους. Και προφανώς δεν είναι αμελητέα τα χιλιάρικα και οι
απολαβές του βουλευτικού θώκου και οι χιλιάδες διορισμοί στο κράτος και τις
ΜΚΟ. Ωστόσο, ούτε και στο εσωτερικό του κόμματος, ακόμα και σε όσους δεν είναι
διορισμένοι –ελάχιστοι έχουν απομείνει–, φαίνεται να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος
αναβρασμός.
Ακόμα παραπέρα, ούτε καν το ΚΚΕ ούτε η
εξωκοινοβουλευτική αριστερά δείχνουν κινητικότητα και αντιπολιτευτική διάθεση
ανάλογη με εκείνη που έδειχναν πριν ανέβει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι βέβαια,
σε ό,τι αφορά στη διάλυση της εκπαίδευσης, τον εθνομηδενισμό στα βιβλία της
ιστορίας, τον πολυπολιτισμό, το μεταναστευτικό και τα σύμφωνα συμβίωσης,
βρίσκονται στην ίδια γραμμή με την κυβερνητική πολιτική.
Όμως, αυτό το φαινόμενο της χωρίς προηγούμενο
εκχώρησης της εθνικής περιουσίας από την αριστερά στους ξένους δανειστές δεν
μπορεί και δεν πρέπει να εξηγηθεί απλώς και μόνο με την ιδιοτέλεια της
εξουσίας και των αριστερών ιδεολογημάτων. Θα πρέπει να σκάψουμε βαθύτερα για να
το ερμηνεύσουμε. Το γεγονός, π.χ., ότι αδιαφορούν για την πλήρη αποεθνικοποίηση
την ελληνικών τραπεζών, την εκχώρηση των λιμανιών και των αεροδρομίων κ.λπ.
έχει δυστυχώς μια βαθύτερη ιδεολογική καταγωγική μήτρα: τον θεμελιώδη εθνομηδενισμό
του κυρίαρχου ρεύματος της ελληνικής αριστεράς, δυστυχώς από τα γεννοφάσκια
του.
Από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και μετά, δύο
παρατάξεις στην Ελλάδα θα ταχθούν ενάντια στη «Μεγάλη Ιδέα» της εθνικής
ολοκλήρωσης: η βασιλικο-λαϊκή δεξιά και η κομμουνιστική αριστερά. Αυτές οι
δυνάμεις θα αντιταχθούν και θα υπονομεύσουν με κάθε τρόπο την εθνική ολοκλήρωση
του ελληνισμού – στην πρώτη περίοδο κατ’ εξοχήν η δεξιά. Και η μεν
δεξιά, μέχρι το 1960, θα εμμένει στη φιλοτουρκική πολιτική της, η δε
αριστερά στη φιλοσλαβική. Εξ ου και το οίκαδε των βασιλικών και του
κομμουνιστικού κόμματος, από τη Σμύρνη, η υποστήριξη της «ανεξάρτητης
Μακεδονίας και Θράκης» από το ΚΚΕ, ο δοσιλογισμός μεγάλου μέρους της δεξιάς,
στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Η Αριστερά, στη διάρκεια της Κατοχής, θα συμπλεύσει με
το λαϊκό αντιστασιακό αίσθημα και θα το εκφράσει οργανωτικά, δεδομένου εξάλλου
ότι και ο μεγάλος της πάτρωνας, η Σοβιετική Ένωση, πολεμούσε ενάντια στους
Γερμανούς. Παρ’ όλα ταύτα, στη συνέχεια θα εμπλακεί ασύγγνωστα στον Εμφύλιο με
μια Δεξιά που θα περάσει από τους Γερμανούς στους Εγγλέζους, ενώ το 1949 θα
θυμηθεί και πάλι το «Μακεδονικό». Πάντως, μέσα από την Αντίσταση και στα άμεσα
μεταπολιτευτικά χρόνια η Αριστερά θα συνδεθεί, και κάποτε θα ταυτιστεί, με τους
λαϊκούς αγώνες και, δεδομένου ότι η Ελλάδα βρισκόταν υπό δυτική ηγεμονία, θα
μπορεί να λειτουργεί και ως αντιιμπεριαλιστική δύναμη. Ωστόσο, την ίδια στιγμή,
στην Κύπρο, ο ομογάλακτος αδελφός της, το ΑΚΕΛ, θα απέχει από τον εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα, τον οποίο θα στηρίζει η ελληνική Αριστερά!
Όταν, εντούτοις, μετά το 1964, η πολιτική της
Σοβιετικής Ένωσης θα αντιταχθεί στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η ηγεσία
της ελληνικής Αριστεράς θα αρχίσει να απομακρύνεται από το αίτημα της Ένωσης
και θα αρχίσει σταδιακώς να μετακινείται προς εκείνο της «ανεξαρτησίας». Το
ΑΚΕΛ και η ελληνική Αριστερά, αίφνης, θα επιμένουν όλο και πιο πολύ στα
δικαιώματα των «αδελφών μας Τουρκοκυπρίων». Παράλληλα, η Δεξιά αποδείχτηκε
ανίκανη να ακολουθήσει μια εθνικοαπελευθερωτική γραμμή, δεδομένης της εξάρτησής
της από τις ΗΠΑ, εξάρτηση που θα οδηγήσει αρχικώς στην αποχώρηση της ελληνικής
Μεραρχίας από την Κύπρο και, τελικά, στο πραξικόπημα και την προδοσία του
Ιωαννίδη. Τί έκανε όμως την ίδια περίοδο η ηγεσία της αριστεράς; Έφτασε ακόμα
και να επιχαίρει για την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων, γιατί έτσι
αποτύγχανε το πραξικόπημα στην Κύπρο και κατέρρεε η δικτατορία στην Ελλάδα!
Δηλαδή, σε όλη την ιστορική διαδρομή, από τους
Βαλκανικούς Πολέμους και μετά, οι ηγεσίες της Αριστεράς και της Δεξιάς
παρεμπιπτόντως μόνο βρέθηκαν να συμβαδίζουν με το λαϊκό αίσθημα (ο Μεταξάς το
1940 και η ηγεσία της Αριστεράς στη διάρκεια της αντίστασης) και μόνο κάποιες
«αιρετικές» δυνάμεις της αριστεράς που εξέφραζαν ένα δρόμο που ξεκινάει από
τους Ριζοσπάστες των Επτανήσων (ο Σταύρος Καλλέργης, ο Μαρίνος Αντύπας, ο
Γιαννιός, ο Σκληρός,) ή της κεντροαριστεράς, ο Παπαναστασίου κ.λπ. –μέχρι το
ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων– θα εκφράζουν, λιγότερο ή περισσότερο, μια γραμμή
σύνθεσης κοινωνικών και εθνικών προταγμάτων. Η ηγεσία της κυρίαρχης Αριστεράς
και η ηγεσία της Δεξιάς υπήρξαν πάντοτε στην Ελλάδα, καθεμιά με τον τρόπο της,
ενάντιες σε μια εθνική πατριωτική αντίληψη. Χαρακτηριστικά, στη διάρκεια της
μεταπολίτευσης, η Αριστερά θα επικρίνει διαρκώς τις «υπέρογκες στρατιωτικές
δαπάνες», θα κηρύττει την ελληνοτουρκική φιλία και η ανανεωτική της πτέρυγα
–που συγκροτεί και τον πυρήνα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ–θα καλλιεργεί έναν άκριτο
ευρωπαϊσμό και «αντιεθνικισμό».
Κατά συνέπεια, ο εθνομηδενισμός είναι οργανικό
στοιχείο της ιδεολογίας της ελληνικής Αριστεράς, στην πλειοψηφία της, όπως η υποταγή
στους δυτικούς πάτρωνες είναι επίσης οργανικό στοιχείο της Δεξιάς. Ό,τι θετικό
έχει γίνει στη χώρα έγινε παρά και ενάντια σε αυτές τις κυρίαρχες ιδεολογίες,
ακόμα και εάν τα σχετικά κινήματα ηγεμονεύονταν από τους μεν ή από τους δε. Το
ΕΑΜ, δημιούργημα του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού, ηγεμονεύτηκε από ένα
κομμουνιστικό κόμμα που χειραγώγησε την αυτοθυσία των μελών του με τον
χειρότερο τρόπο και καταδίκασε ακόμα και τον ίδιο τον ηγέτη του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, τον Άρη Βελουχιώτη. Η Δεξιά ηγήθηκε του αγώνα της
ΕΟΚΑ στην Κύπρο αλλά, ακριβώς λόγω των εξαρτήσεών της, τον άφησε ημιτελή και
στη συνέχεια οδήγησε σε τεράστιες συμφορές με το πραξικόπημα.
Άνθρωποι λοιπόν που έχουν γαλουχηθεί, σε όλη τη
μεταπολιτευτική περίοδο, με το μίσος για την πατρίδα τους, που αρνούνται
την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, που θεωρούν πως θα πρέπει να
αποσυνδεθεί κάθε ιστορική σύνδεση της Ελλάδας με την ορθοδοξία, που
πιστεύουν πως είναι «εθνικιστική ιδέα» η άποψη που υποστηρίζει ότι οι τράπεζες
και οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας πρέπει να ανήκουν σε Έλληνες ιδιοκτήτες
και καλλιεργεί αντίθετα έναν ψευτο «διεθνισμό», του τύπου «ίδια είναι τα
αφεντικά ελληνικά-γερμανικά», με ελαφρά συνείδηση μπορούν να προχωρήσουν στα
μεγαλύτερα ξεπουλήματα χωρίς να ιδρώνει τ’ αυτί τους. Αυτό και κάνουν οι
Συριζαίοι, ανεπίγνωστα, ασύγγνωστα και ανενδοίαστα.
Είναι καιρός, λοιπόν, μετά από δεκαετίες «λάθη» και
«προδοσίες», που έχουν πληρώσει πριν από όλους οι ίδιοι οι οπαδοί και τα μέλη
της Αριστεράς, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα, να αντιμετωπίσουν κατάματα την
πραγματικότητα: Ακριβώς επειδή η ηγεμονική άποψη της ελληνικής Αριστεράς
αρνιόταν, και συνεχίζει να αρνιέται, πως η πατρίδα μας διεξάγει πριν από όλα
έναν αγώνα με εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, γι ’αυτό και εκχωρούν εν
τέλει με τόση ευκολία και αναισχυντία και τα κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι,
λοιπόν, εάν θέλουν οι ίδιοι να συνεχίσουν σε μια κατεύθυνση πατριωτική, θα
πρέπει να αποκοπούν οριστικά από αυτή την Αριστερά, τον Τσίπρα και τις
παραφυάδες του. Και, προφανώς, το ίδιο ισχύει για τους πατριώτες της Δεξιάς.
Άραγε τους εκφράζει ο Καμένος ή οι ναζί «γερμανοτσολιάδες»;
Ο κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, επικεφαλής
του Κινήματος Άρδην.
Και το σχόλιο του blogger
Όσο
διάβαζα τα παραπάνω θυμήθηκα κάτι που μου έρχεται στο μυαλό όλο και συχνότερα
το τελευταίο καιρό. Ότι δηλαδή η χώρα μας είχε δύο περιόδους ραγδαίας ανάπτυξης
η πρώτη ήταν την τετραετία 1928-1932 (που έληξε με μια χρεοκοπία που οφειλόταν
στην παγκόσμιά οικονομική κρίση) τότε επί Βενιζέλου οι πρόσφυγες αφού
εγκαταστάθηκαν στη χώρα και ξεπέρασαν το πρώτο τους σοκ ανέλαβαν να αυξήσουν
κατ΄αρχήν την αγροτική παραγωγή κι έπειτα το εμπόριο και την μεταποίηση.
Η
δεύτερη ήταν μεγαλύτερη και καλύτερα αποτιμημένη. Ήταν δύο δεκαετίες περίπου
από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τις αρχές του ’70. Τότε ήμασταν πίσω στο
ρυθμό ανάπτυξης από την Γερμανία και Ιαπωνία και φτάσαμε να ήμαστε δεύτεροι
πίσω από την Ιαπωνία.
Αναλογιζόμουν
τι κοινό είχαν όλα εκείνα τα χρόνια. Το μόνον που βρήκα ήταν πως τότε είχαμε
εξορκίσει και εξοστρακίσει τον κομμουνισμό. Με απλά λόγια το ΚΚΕ ήταν εκτός
Νόμου.
Αναμφίβολα
αυτό πρέπει να κάνουμε και σήμερα. Να λιώσουμε τον κομμουνισμό και ότι μας τον
θυμίζει.
Το θέμα είναι η μέθοδος που πρέπει να διαλέξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!