Το 2015 μας έφερε πολλά πράγματα, αλλά
ένα από τα σημαντικότερα φρονώ πως είναι το εξής: Το επίσημο τέλος της
Εποχής της Μεταπολίτευσης.
Η “μεταπολίτευση” ήταν μια εποχή η οποία αργοπέθαινε καιρό, βεβαίως.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι τελείωσε την ημέρα που ο
πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου με την πένθιμη γραβάτα του ανακοίνωσε τη
χρεοκοπία της Ελλάδας στο Καστελλόριζο. Αλλά πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν
ακριβές -εκείνη ήταν μόνο η αρχή του τέλους. Το τέλος του τέλους ήρθε
στις 25 Ιανουαρίου του 2015, με την εκκίνηση της νέας εποχής στην
ιστορία του λαμπρού μας κράτους: Ας την ονομάσουμε “Εποχή του Σανού”.
Η μεταπολίτευση, όπως ξέρουμε όλοι, ήταν μια περίοδος που κράτησε
περίπου 40 χρόνια, και θα μείνει στην ιστορία, ως περίοδος πρωτοφανούς
ευμάρειας και αλματώδους ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και της
ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, όλη αυτή η ευμάρεια και η ανάπτυξη ήταν
πλαστές, εισαγόμενες, “κεκτημένες”. Ήταν το αποτέλεσμα σημαντικών
πολιτικών αποφάσεων, διεθνών συγκυριών, και του άγραφου συμβολαίου
ανάμεσα στους πολίτες και το πολιτικό τους προσωπικό, ένα αλισβερίσι που
τα δύο μέρη διαπραγματεύτηκαν τη δεκαετία του ’80 (τότε που στην Ελλάδα
συνέβησαν περισσότερες απεργίες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του
κόσμου) και έκτοτε λειτούργησε αψεγάδιαστα και μοιραία, μέχρι την
αναπόφευκτη πτώχευση.
Στην εποχή της μεταπολίτευσης η γλώσσα της πολιτικής επικοινωνίας
ήταν ο λαϊκισμός, αλλά ένας λαϊκισμός με αντικείμενο: Τον πλούτο του
κράτους. Το συμβόλαιο του λαού με το πολιτικό προσωπικό που επέλεγε,
αναδείκνυε και διόριζε επί σαράντα χρόνια -δύο κόμματα που έπαιρναν το
80% των ψήφων- ήταν απλό και καθαρό. Οι εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες
που είδαν μέλη τους να διορίζονται ισόβια στο δημόσιο, οι
επιχειρηματίες που αποκτούσαν προνομιακή πρόσβαση σε διαγωνισμούς και
αναθέσεις του γιγάντιου, πλούσιου (με δανεικά και ευρωπαϊκές
επιχορηγήσεις) κράτους, τα εκατόν τριάντα κλειστά επαγγέλματα, δεκάδες
συντεχνίες και συνδικάτα με ασφαλιστικά και φορολογικά προνόμια, ένα
ατέλειωτο πλέγμα από μικρά και μεγάλα συμφέροντα εξαρτημένα από το
κράτος, επέλεγαν το πολιτικό προσωπικό με μόνο κριτήριο αυτά ακριβώς τα
συμφέροντα. Όποιος υποσχόταν να τα εξυπηρετήσει, εκλεγόταν. Όποιος έλεγε
για “μεταρρυθμίσεις” ή άλλα άσχετα, εξαφανιζόταν χωρίς πολλά πολλά στις
επόμενες εκλογές.
Και έτσι ο κρατικός μηχανισμός, η δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό
και το φορολογικό σύστημα, η δικαιοσύνη και όλοι οι άλλοι πυλώνες ενός
σύγχρονου κράτους αφέθηκαν να σαπίζουν και να καταρρέουν. Αναπόφευκτα, η
φούσκα που ήταν η Εποχή της Μεταπολίτευσης έσκασε.
Αυτά, βεβαίως, τα ξέραμε και τέτοιο καιρό πέρυσι. Τα ξέραμε και στα
μεθεόρτια του Καστελλόριζου. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν το τι θα ερχόνταν
να ακολουθήσει την Εποχή της Μεταπολίτευσης. Ε, το 2015 είχαμε την
ατυχία να το μάθουμε.
Βλέπετε, στην Εποχή του Σανού η γλώσσα της πολιτικής επικοινωνίας
παραμένει ο λαϊκισμός, αλλά τώρα λείπει το αντικείμενο. Το κράτος δεν
έχει πια πλούτο. Οι λαϊκιστικές υποσχέσεις είναι όλες ψεύτικες. Η
διαφορά τώρα είναι η εξής: Οι ψηφοφόροι δεν νοιάζονται. Δεν τους
ενδιαφέρει. Στη νέα Εποχή δεν ζητάνε λαϊκισμό με παροχές, τους αρκεί ο
λαϊκισμός σκέτος.
Δείτε, ας πούμε, τι συνέβη φέτος.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου οι Έλληνες πολίτες επέλεξαν ένα κόμμα που
ακόμα και σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως "αριστερό", το οποίο είχε
λυσσάξει να κυβερνήσει υποσχόμενο λίγο-πολύ τα πάντα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
θα καταργούσε τα μνημόνια ("με ένα νόμο κι ένα άρθρο"), θα έκανε
διαπραγμάτευση ("ούτε μία στο εκατομμύριο να μας πουν όχι"), δεν θα
ιδιωτικοποιούσε τα αεροδρόμια, θα καταργούσε τον ΕΝΦΙΑ, θα επανέφερε το
βασικό μισθό και τις συντάξεις στα προ-κρίσης επίπεδα, θα μοίραζε λεφτά
και προσλήψεις σε όποια κοινωνική ομάδα τις ζητούσε, θα πολεμούσε τη
διαπλοκή και θα έκανε πραγματικότητα γενικά ό,τι υπήρχε στη φαντασία του
κάθε ψηφοφόρου, ακόμα κι αυτών που είχαν ξανακούσει αδιανόητες
υποσχέσεις ξανά και ξανά από λαϊκιστές της Εποχής της Μεταπολίτευσης, ή
μάλλον, ειδικά αυτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε, συμμάχησε με ένα ακροδεξιό κόμμα ψεκασμένων
ρατσιστών συνομωσιολόγων, έκανε κυβέρνηση, και μετά ακολούθησε η
αξέχαστη, τραγελαφική διαπραγμάτευση των 7 μηνών, η οποία ανασκολόπισε
το ημιθανές κουφάρι της ελληνικής οικονομίας, εξαφάνισε τα όποια
ταμειακά αποθέματα όλων των κρατικών φορέων, έκανε την Ελλάδα την πρώτη
χώρα στον κόσμο από το 2001 που αδυνατεί να πληρώσει δόση στο ΔΝΤ (μετά
τη Ζιμπάμπουε), έκλεισε τις τράπεζες, επέβαλε capital controls
στραγγαλίζοντας και την ημιθανή ιδιωτική οικονομία, και τελικά δεν
πέτυχε τίποτε απολύτως, ούτε αναδιάρθωση χρέους, ούτε χαλάρωση της
λιτότητας, ούτε άλλες μαγικές λύσεις, αλλά ένα τρίτο μνημόνιο, ακόμα
χειρότερο από τα προηγούμενα, και άρα μια τριετή παράταση της κρίσης και
της λιτότητας, στα πλαίσια της οποίας ο ΕΝΦΙΑ συνεχίζεται, ο βασικός
μισθός παρέμεινε εκεί που ήταν, οι συντάξεις μειώθηκαν κι άλλο, τα
αεροδρόμια παραχωρήθηκαν, ενώ παράλληλα μια νέα σειρά κομματόσκυλων
βρίσκει (περιορισμένες) θεσούλες στο δημόσιο, και μια νέα, φρέσκια σειρά
από σκάνδαλα με εταιρείες και πόθεν έσχες "αριστερών" εκατομμυριούχων
υπουργών πήρε τη θέση των παλιών, παραδοσιακών σκανδάλων του
δικομματισμού.
Και τι έγινε μετά από όλα αυτά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναβγήκε, με σχεδόν ολόιδιο ποσοστό.
Αν ο Έλληνας πολίτης της Εποχής της Μεταπολίτευσης ήταν το
φαινομενικά άκακο μικρολαμόγιο που ήθελε να του διορίσουν την κόρη στο
ΙΚΑ, να ψηφίζει πασοκάρα Τσοχατζόπουλο, να φοροδιαφεύγει ατιμώρητος και
να πάρει σύνταξη στα 52, ο Έλληνας της Εποχής του Σανού είναι αυτός που
αποθεώνει Ζωή Κωνσταντοπούλου και Βαρουφάκη, βρίζει τους ξένους, χορεύει
εκστατικός στο Σύνταγμα για το “ΟΧΙ” και μετά ξαναψηφίζει Τσίπρα.
Αν οι Έλληνες της Μεταπολίτευσης ήταν εγωιστές μικροσυμφεροντολόγοι,
οι Έλληνες του Σανού είναι κάτι άλλο, κάτι εντελώς διαφορετικό, σχεδόν
άλλη μορφή ζωής. Δεν είναι απλά ψηφοφόροι. Είναι performance artists.
Το αποτέλεσμα της Εποχής της Μεταπολίτευσης το είδαμε και το
βλέπουμε, βροντερό και παταγώδες. Τι θα μας φέρει η Εποχή του Σανού, το
δεύτερο έτος της οποίας ξεκινά σήμερα;
Για να δούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!