Συνεχίζεται το Βουκολικό Κωμειδύλλιο Χαρουλίτας και Ντάλλα, Δημάρχων Βεροίας και Μακεδονίδος αντιστοίχως, "στον Καιρό των σκουπιδιών"
Χαρουλίτα Δήμαρχος Βεροίας
Εγώ ΄είμαι του πολιτισμού χρόνια θεραπαινίδα
και δυστυχώς χαϊρι εγώ, πείτε μου πότε είδα...
εγώ είχα της τέχνης μου, το χώρο να φροντίσω,
Αχ, και την πολυδάπανη τη στέγη να στηρίξω!
Μη με ζορίζετε λοιπόν, γιατί θα τα βροντήξει
και δεν με νοιάζει τους Ασκούς του Αίολου αν ανοίξω...
Κοίτα πως χάσκει η γέφυρα του Κούσιου η ακούσια
Κι εξέχουν μέσα στη σκουριά ξέμπλεκα τα φορούσια...
Ο Δάσκαλος την τούφα του την άσπρη, θε να βάψει
τη μπάκα του με τσίπουρο πάλι θα την ανάψει
ό,τι κι αν πω θα ξεχαστεί, κι αμέσως νυστάξει...
Να τον φοβίσει ο δικαστής μπας και ορθοφρονήσει;
Ποιος τάχα είναι ικανός να τον ταρακουνήσει;
Θα πέσει και θα κοιμηθεί και δεν θα χαμπαρίσει...
Ο χορός των Πιερίδων Νουσών
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθε ακόμα κ' η γλυκιά και γελαστή Χαρούλα
ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της•
κ' είπε : «Καυχιόσουν πώς λυγάς, τον Έρωτα βρε Ντάλλα,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σε λύγισε και σένα».
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Χαρούλα
Που άρχισαν στα Βέροια να οργίζονται μαζί σου•
Λες τάχα να φοβούμαι γω, πράγματα τιποτένια;
άι και νεκρός τον Έρωτα τον τυραγνάει ο Ντάλλας».
Γιδοβοσκός Ντάλλας, Δήμαρχος Μακεδονίδος
«Σύρε να βρεις τον Άδωνι, τον δύσνου Άδωνί σου,
σύρε στο ΛΑΟΣ να τον βρεις, τον βόσκουν σα γαλάρι
τα MEΣΑ αποβλάκωσης, σειρήνες του διαόλου»
είπε ο Ντάλλας κι έδειξε πως τον παιδεύει η ζήλεια
του φαρμακώνει την ψυχή, τον καταδυναστεύει.
Το τραγούδι της Ερατούς
Είχ΄ έρθει ένας Πρίαπος, και τούκανε καζούρα
«Πώς έτσι απομωραίνεσαι, δυστυχισμένε Ντάλλα;
Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περιδιαβαίνει αλλούθε
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια
«Τις γίδες πού βατεύονται κοιτάζει και θαυμάζει
Κι ανάθεμα την ώρα λες, που δεν γεννήθης τράγος.»
Σε δέρνει η στεναχώρια σου και σε λυγάει το άγος.
Blogger: Έχει και συνέχεια. Ο ποιητής θεωρεί όμως ότι πρέπει να την επικαιροποιήσει. Ποίηση με επικαιροποίηση πρώτη φορά βλέπω.
Χαρουλίτα Δήμαρχος Βεροίας
Εγώ ΄είμαι του πολιτισμού χρόνια θεραπαινίδα
και δυστυχώς χαϊρι εγώ, πείτε μου πότε είδα...
εγώ είχα της τέχνης μου, το χώρο να φροντίσω,
Αχ, και την πολυδάπανη τη στέγη να στηρίξω!
Μη με ζορίζετε λοιπόν, γιατί θα τα βροντήξει
και δεν με νοιάζει τους Ασκούς του Αίολου αν ανοίξω...
Κοίτα πως χάσκει η γέφυρα του Κούσιου η ακούσια
Κι εξέχουν μέσα στη σκουριά ξέμπλεκα τα φορούσια...
Ο Δάσκαλος την τούφα του την άσπρη, θε να βάψει
τη μπάκα του με τσίπουρο πάλι θα την ανάψει
ό,τι κι αν πω θα ξεχαστεί, κι αμέσως νυστάξει...
Να τον φοβίσει ο δικαστής μπας και ορθοφρονήσει;
Ποιος τάχα είναι ικανός να τον ταρακουνήσει;
Θα πέσει και θα κοιμηθεί και δεν θα χαμπαρίσει...
Ο χορός των Πιερίδων Νουσών
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθε ακόμα κ' η γλυκιά και γελαστή Χαρούλα
ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της•
κ' είπε : «Καυχιόσουν πώς λυγάς, τον Έρωτα βρε Ντάλλα,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σε λύγισε και σένα».
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Χαρούλα
Που άρχισαν στα Βέροια να οργίζονται μαζί σου•
Λες τάχα να φοβούμαι γω, πράγματα τιποτένια;
άι και νεκρός τον Έρωτα τον τυραγνάει ο Ντάλλας».
Γιδοβοσκός Ντάλλας, Δήμαρχος Μακεδονίδος
«Σύρε να βρεις τον Άδωνι, τον δύσνου Άδωνί σου,
σύρε στο ΛΑΟΣ να τον βρεις, τον βόσκουν σα γαλάρι
τα MEΣΑ αποβλάκωσης, σειρήνες του διαόλου»
είπε ο Ντάλλας κι έδειξε πως τον παιδεύει η ζήλεια
του φαρμακώνει την ψυχή, τον καταδυναστεύει.
Το τραγούδι της Ερατούς
Είχ΄ έρθει ένας Πρίαπος, και τούκανε καζούρα
«Πώς έτσι απομωραίνεσαι, δυστυχισμένε Ντάλλα;
Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περιδιαβαίνει αλλούθε
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια
«Τις γίδες πού βατεύονται κοιτάζει και θαυμάζει
Κι ανάθεμα την ώρα λες, που δεν γεννήθης τράγος.»
Σε δέρνει η στεναχώρια σου και σε λυγάει το άγος.
Blogger: Έχει και συνέχεια. Ο ποιητής θεωρεί όμως ότι πρέπει να την επικαιροποιήσει. Ποίηση με επικαιροποίηση πρώτη φορά βλέπω.
Δεν έχει όρια η οίηση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Αργυρώνητος
Γίνε σαφέστερος για να γινεις χρησιμότερος.
Διαγραφή