Του Πέτρου Ζουρδούμη, Οικονομολόγου
Τις τελευταίες ημέρες και με αφορμή την εισαγωγή του θέματος των
εργασιακών αλλαγών στο διάλογο με την τρόικα, το πολιτικό σύστημα
επανήλθε στις ασκήσεις υποκριτικής.
Βουλευτές και παράγοντες του δημόσιου βίου (βλ. συνδικαλιστές, εργατολόγοι κλπ) διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους πλειοδοτώντας σε σπαραγμό και ευαισθησία βλέποντας το μόρφωμα που από κοινού δημιούργησαν επί 3 δεκαετίες να καταρρέει μέσα από αναγκαστικές διαδικασίες. Μήπως όποιος δε συμμερίζεται αυτό τον πόνο, δεν είναι δημοκράτης; Επί καιρό υπήρχε και αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός στιγματισμός. Εσχάτως καταρρέει και αυτός.
Βουλευτές και παράγοντες του δημόσιου βίου (βλ. συνδικαλιστές, εργατολόγοι κλπ) διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους πλειοδοτώντας σε σπαραγμό και ευαισθησία βλέποντας το μόρφωμα που από κοινού δημιούργησαν επί 3 δεκαετίες να καταρρέει μέσα από αναγκαστικές διαδικασίες. Μήπως όποιος δε συμμερίζεται αυτό τον πόνο, δεν είναι δημοκράτης; Επί καιρό υπήρχε και αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός στιγματισμός. Εσχάτως καταρρέει και αυτός.
Από συστάσεως του «ελλειμματικού» ελληνικού κράτους, η αριστερά υπαγορεύει το πλαίσιο των εργατικών ρυθμίσεων και όλοι οι υπόλοιποι το συντηρούν,
προσθέτοντας μάλιστα διαρκώς προκλητικά εργατικά προνόμια για να έχουν
την εύνοιά της και την ψευδαίσθηση μιας δήθεν προοδευτικότητας. Το
σύνθημα «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη» στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
απλά σύνθημα. Ήταν πάντοτε νόμος.
Με ευθύνη όλων η εργατική νομοθεσία δημιούργησε εργασιακές συνθήκες
πολυτελείας για όλους. Έναν προστατευτισμό, ένα περιβάλλον ασυλίας, μια
εξοργιστική μονομέρεια στις αποφάσεις. Όποιος εργαζόμενος κατήγγειλε,
είχε το προνόμιο της δικαίωσης. Όποιος δικηγόρος εκπροσωπούσε εργοδότη
σε εργατική διαφορά, ήταν βέβαιο πως θα την έχανε. Όποιος πολιτικός
κινούνταν εκτός του πλαισίου της εργατοκεντρικής αντίληψης, ήταν βέβαιο
πως δε θα εκλέγονταν.
Έτσι οι εργατοπατέρες απειλούσαν υπουργούς, έτσι ο συνδικαλισμός
έγινε επικερδές επάγγελμα, έτσι νομοθετήθηκαν τα επιδόματα πλυσίματος
χεριών, ....ποδιών και έγκαιρης προσέλευσης, έτσι έμαθαν να χτίζουν
τους πρυτάνεις στα γραφεία τους και να θεωρούν το δημόσιο μαγαζί τους.
Αλλά και έτσι επιχειρήσεις κούνησαν το μαντήλι στην πατρίδα, αυξήθηκε η
μαύρη εργασία, έφτασε η ανεργία στο 25% και η Ελλάδα σήμερα χρεοκοπεί.
Κανείς δε βρίσκει την τόλμη ακόμη και σήμερα να πει την ωμή αλήθεια. Η
εργατική τάξη συνεχίζει να είναι προνομιακός πελάτης της πολιτικής. Και
δε θα μπορούσε ο πελάτης να χαθεί εξαιτίας μιας κρίσης ειλικρίνειας. Με
την τρόικα όμως δεν έχει κοινούς δεσμούς. Δεν τη συνδέει η συνενοχή και
η συναλλαγή ετών. Η τρόικα ευτυχώς δεν εκλέγεται. Και δεν έχει ανάγκη
να νομοθετεί σκανδαλωδώς και να λογοδοτεί σε κάθε μικροπαράγοντα της
πολιτικής.
Η πραγματικότητα στο θέμα των εργασιακών είναι πολύ διαφορετική. Το
επιχείρημα πως ισοπεδώνονται τα εργατικά δικαιώματα περιγράφει ασφαλώς
την οπτική αυτού που κρίνει το ζήτημα κοιτώντας το από την κορυφή των
εργασιακών «κεκτημένων», ενός άλλου «ιερού» πολιτικού όρου της
μεταπολίτευσης που εκχώρησαν τα κόμματα στον κοινωνικό τους βραχίονα,
το συνδικαλισμό. Η ορθή εικόνα των όσων σήμερα συμβαίνουν σε αυτό το
πεδίο είναι πως καταργούνται αδιανόητα προνόμια και πως επιχειρείται
επιτέλους να κινηθούμε κοντά στο μέσο όρο των δικαιωμάτων όπως συμβαίνει
σε κάθε ώριμη και σύγχρονη οικονομία της αγοράς.
Η αριστερά της κυβέρνησης διατείνεται πως το θέμα των εργασιακών
δικαιωμάτων είναι εσωτερικό και πρέπει να το διαχειριστούμε μόνοι μας.
Μα είναι αυτό ακριβώς το επιχείρημα που μας αποκλείει από το να είμαστε
διαχειριστές του συγκεκριμένου προβλήματος. Γιατί είναι βέβαιο πως
ο αποκτηθείς πολιτικός εθισμός στην ικανοποίηση κάθε συνδικαλιστικού
αιτήματος θα διατηρούσε άθικτο όλο το σαθρό οικοδόμημα των εργασιακών
ρυθμίσεων.
Διατείνεται ακόμη η αριστερά πως το θέμα των εργασιακών είναι άσχετο
με το δημοσιονομικό πρόβλημα. Επίσης ανακριβές. Η εργασία είναι κεντρική
συνιστώσα στην έννοια της παραγωγής και φυσικά δεν μπορεί να εξαιρεθεί
από τη δημοσιονομική εξίσωση. Και δεν είναι τεχνικό θέμα οικονομικής
θεωρίας, αλλά ζήτημα οικονομίας στην πράξη. Το κόστος εργασίας στην
Ελλάδα είναι υψηλό. Δημιουργεί έλλειμμα ανταγωνιστικότητος και
αποθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις που αναζητούν αγορές με μεγαλύτερη
ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις. Το σκληρό εργασιακό πλαισίο κανόνων
της χώρας λειτουργεί μονοσήμαντα και καταστροφικά. Αποκλείει τις
προσλήψεις και όχι τις απολύσεις. Και είναι εντυπωσιακό πως η απλή αυτή
σκέψη δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό όσων ρύθμιζαν επί χρόνια αυτό το
περιβάλλον. Την ίδια ώρα, εμείς συνεχίζουμε να επιμένουμε στις
παραδοσιακές αριστερόστροφες εμμονές μας και στο μαζικό παραλήρημα
διάσωσης των εργατικών προνομίων, διακινδυνεύοντας την ίδια την επιβίωση
της χώρας.
Η όλη συζήτηση για τα εργασιακά ασφαλώς στερείται σοβαρότητος αφού
υπαγορεύεται από ιδεολογικά και πολιτικά στερεότυπα που μας έφεραν στο
σημερινό χάλι. Τα διαπραγματευτικά επιτεύγματα που έκαναν τους 3 μήνες
της αποζημίωσης 4 και τα 1800 ευρώ της απόλυσης 2000, αποδεικνύουν πως
υπάρχει ακόμη δρόμος μέχρι να αποκτήσουμε συνείδηση της ευθύνης και
συναίσθηση της τραγικότητας των στιγμών. Αν κάποιοι θεωρούν τη
διεκδίκηση αναγκαία για την ιδεολογική τους συνέπεια και προϋπόθεση για
την πολιτική τους επιβίωση, πρέπει να ενημερωθούν πως το όνειρο
σταμάτησε την άνοιξη του 2010 και να μεταβούν άμεσα στο παρόν.
Μέχρι λοιπόν να κατακτήσουμε την αρετή να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε
και όχι να σκεφτόμαστε αυτό που θα λέμε, θα είμαστε σε μηχανική
υποστήριξη. Η τρόικα θέτει ορθώς στο τραπέζι όλες τις
ανισορροπίες και τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Αν δε
διορθωθούν τώρα, δε θα διορθωθούν ποτέ. Και εφόσον ήδη υπάρχει ένα σημαντικό κοινωνικό κόστος ας συνοδευτεί τολάχιστον και από ένα ανάλογο κοινωνικό όφελος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε στα Ελληνικά,Ιταλικά,Αγγλικά αντε και Γερμανικά. Όχι greeklish ρε παιδιά!